1941. Μεγάλη Βδομάδα
για τους Χριστιανούς. Βδομάδα του «Θείου» μαρτυρίου.
Μεγάλη Πέμπτη, μέρα που προδίνεται
και αιχμαλωτίζεται ο Χριστός.
17 Απρίλη 1941.
Μεγάλη Πέμπτη. Η δολοφονική μπότα της Βέρμαχτ πατάει τα χώματα των Γόννων. Μετά την προδοσία των δοσίλογων, ριψάσπιδων ανώτατων αξιωματικών και την εγκατάλειψη της πολιτικής ηγεσίας (μεταξική κυβέρνηση και βασιλιάς ) κατακτιέται η πατρίδα μας...
Πόση συμβολική ομοιότητα
υπάρχει με τα πάθη του Λαού μας και την μαρτυρική διαδρομή που ανέβηκε σ’ όλη
την διάρκεια της κατοχής και την τελική «σταύρωσή» του στον Γολγοθά του φασισμού και
του ναζισμού;
……………………………………………………………………………………….
Στους Γόννους
ήδη από της 15 Απρίλη φάνηκαν τα μαύρα σημάδια γι’ αυτό που θ’ ακολουθούσε.
Ισχυρές επιθέσεις της Γερμανικής Αεροπορίας διεξήχθηκαν
την Μ. Τρίτη κατά των οπισθοχωρούντων Βρετανικών δυνάμεων που κάλυπταν τα στενά
των Τεμπών, έχοντας και αμυντική γραμμή στον Ευαγγελισμό και το Μακρυχώρι. Για τη RAF οι συνέπειες ήταν
καταστροφικές. Η Λουφτβάφε κατέστρεψε, στα αεροδρόμια της Θεσσαλίας, 16 Μπλενχάιμ
και 14 Χαρικέιν[1]. Ακριβό
ήταν το τίμημα και για την Λουφτβάφε που χτυπήθηκε και από τα αντιαεροπορικά των Αυστραλιανών και Νεοζηλανδών.
Ένα μαχητικό Messerschmitt Bf 109 αεροπλάνο της καταρρίφτηκε στις περίφημες αερομαχίες
που έγιναν στην ευρύτερη περιοχή των Γόννων (στο πεδίο ανάμεσα του νότιου
Όλυμπου και του δυτικού Κισσάβου), και έπεσε στα αμπέλια της περιοχής
Μουλά-κους, με αποτέλεσμα από το διμελές πλήρωμα να σκοτωθεί ο ένας πιλότος και
ο δεύτερος βρέθηκε τραυματισμένος ελαφρά.
Οι χωριανοί που παρακολουθούσαν την αερομαχία, όταν
είδαν την κατάρριψη του μαχητικού, έτρεξαν από περιέργεια να δουν τ’
αποτελέσματα. Οι πιο τολμηροί που πλησίασαν βρήκαν τους Γερμανούς πιλότους, έναν νεκρό και τον άλλο ζωντανό και τους περιμάζεψαν.
Αφού
έθαψαν τον νεκρό πιλότο, αμέσως προέκυψε το
ερώτημα: «Τώρα τι κάνουμε με τον ζωντανό πιλότο;»
Γεώργιος Γκουρμπαλής: Ο αγγλόφιλος διορισμένος |
Στο χωριό, αλλά και σ' όλη την Ελλάδα υπήρχαν δύο τάσεις στο επίπεδο των «κυβερνητικών» που εξέφραζαν και στιχίζονταν με το κεντρικό πολιτικό σκηνικό, σε αγγλόφιλους και γερμανόφιλους.
Η πρώτη ομάδα στο χωριό, εκφράζονταν από τον διορισμένο, από την διχτατορία του Μεταξά, πρόεδρο
της Κοινότητας (Γιώργο Γκουρμπαλή) και τον αστυνόμο. Την δεύτερη τάση αντιπροσώπευε ο καπνομεσίτης
(Νικόλας Νούτσιας) που ήταν παλιός αιχμάλωτος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Γκαίρλιτς
της Γερμανίας, είχε μάθει την Γερμανική γλώσσα κ' ήταν λάτρης του Γερμανικού
πολιτισμού.
Η μια άποψη υποστήριζε πως πρέπει να τους παραδώσουν στους
Βρετανούς που ήταν σύμμαχοι, η δεύτερη άποψη επέμενε πως θα πρέπει να κρατηθούν
για να παραδοθούν στους Γερμανούς, που ήταν ήδη «προ των πυλών» των Γόννων, για
αποφυγή τυχόν συνεπειών. Τελικά επικράτησε η δεύτερη άποψη που - όπως έδειξε η
συνέχεια ήταν η πιο ορθή. Τον περιμάζεψαν και του περιποιήθηκαν τα ελαφρά τραύματα
φροντίζοντάς τον.
Στις 15 Απρίλη ο 2ος Λόχος του 143ου Συντάγματος
Ορεινών Κυνηγών που οδηγούσε την ανάβαση στον Όλυμπο, από την Λεπτοκαρυά, προπορευόταν
ακολουθούμενος από το κύριο σώμα της Μεραρχίας, εκτός από τα μηχανοκίνητα
Τμήματα … Ο Λόχος, βάζοντας σημάδια στα μονοπάτια και στα βραχώδη περάσματα,
έφτασε την ίδια νύχτα στο διάσελο της Καλλιπεύκης, χωρίς να έρθει σε επαφή με
τον εχθρό. Ύστερα από σύντομη ανάπαυλα, ο Λόχος προχώρησε μέχρι τα υψώματα των Γόννων,
επάνω από τη δυτική είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών, όπου περίμενε όλο το XVIΙΙ
Ορεινού Σώμα. Σκοπός των τμημάτων της Γερμανικής 6ης Ορεινής Μεραρχίας που
προπορεύονταν ήταν η περικύκλωση σε σχήμα λαβίδας και την διάσπαση της άμυνας της Κοιλάδας των
Τεμπών, που την υπεράσπιζε η 16η Αυστραλιανή Ταξιαρχία.
Κατά το μεσημέρι της 17 Απρίλη, το 3ο Τάγμα του
Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών έφτασε στους Γόννους. Οι άνδρες στο «παζάρι» - έτσι
λέγαν την πλατεία - παρακολουθούν τα γεγονότα και περιμένουν:
«Τέσσαρες
το απόγευμα. Όλα τα μάτια γυρισμένα στο βουνό, κατά το Νεζερό. Από κει πρέπει
νάρθουν.
Μα
νάσου ξαφνικά, χωρίς κανείς να περιμένει, και ξεφυτρώνουν πίσω από τον Άγιο
Μόδεστο, το εκκλησάκι πούνε όξω από το χωριό, πέντ’ έξη μαγκλαράδες.
Μπροστά
ένα πανύψηλο, φεγγαροπρόσωπο ντερέκι, καλοθρεμένο με γυαλιά. Δίπλα και πίσω θέ
του άλλοι. Το ίδιο όλοι τους γιομάτοι, ολοστρόγγυλοι, βαρβάτοι. Τραβάν για την
πλατέα.
Κάτι
βαρύ και μαύρο πέφτει. Αδιάζουν όλα μονομιάς. Νάνε η μέρα… Νάνε ο φόβος…
Κλείνεται
κι’ αμπαρώνεται στα σπίτια ο κοσμάκης. Άδειες οι εκκλησιές. Απόψε ο Χριστός θα
σταβρωθεί χωρίς πιστούς. Άδικα τους καλεί ο πένθιμος αχός απ’ τις καμπάνες.
Νταν… Ντάν…».[2]
Λίγο αργότερα παρουσιάστηκε μια επιτροπή στους Γερμανούς
και παρέδωσαν τον ζωντανό πιλότο της Λουτβάφε και υποδείχθηκε το μέρος της ταφής
του νεκρού πιλότου. Οι Γερμανοί τους παρέλαβαν και τους αποκάλυψαν πως όλες τις
ενέργειες διάσωσης των πιλότων, από τους Γοννιώτες, τις έβλεπαν από τα υψώματα της
Καλλιπεύκης που ήδη είχαν φτάσει …
Σ΄ αυτήν την μεσολάβηση της παράδοσης του πιλότου καθοριστικό
ρόλο έπαιξε ο καπνομεσίτης Νικόλας Νούτσιας που μπορούσε να συνεννοηθεί στην
Γερμανική γλώσσα. Οι παρεμβάσεις του φάνηκαν πολύτιμες και σε μελλοντικές μεσολαβήσεις,
σώζοντας Γοννιώτες από μαζικές εκτελέσεις Οι παλιότεροι τον θεωρούσαν «Σωτήρα»,
επειδή από το γεγονός αυτό του πιλότου, χωριανοί σώθηκαν – με την μεσολάβησή του
– από βέβαιη εκτέλεση, όταν στα Τέμπη μάζεψαν για αντίποινα[3]
300 περίπου άνδρες. Απ’ αυτούς ξεχώρισαν 110. Μεσολαβούντος του Νικόλα Νούτσια[4],
δεν εκτελέστηκαν και τελικά στάλθηκαν όμηροι στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη στις 25
Απρίλη 1943.
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΏΝ
Ο Νικόλας Νούτσιας: Γερμανόφιλος. |
«Μα
τον τόνο τον δίνει ο κύριος Νικόλας ο καπνομεσίτης. Γελούν και τα μουστάκια
του.
Έ τώρα λέει, τελείωσαν τα βάσανα. Θα
ησυχάσουμε. Θα δήτε τι ευγενικοί που είναι οι Γερμανοί. Θα λείψουν, αδερφέ, και
τα βάσανα. Σοδειά από τρία
χρόνια. Μπουχτήσαμε. Θα τα μοσχοπωλήσουμε τώρα στους Γερμανούς».
…………………………………………………………………
«Οι γερμανοί που μείναν στο χωριό δίνουν μαθήματα
πολιτισμού. Λεηλατούν, σπάνε, χαλούν, ξεσκίζουν, ρημάζουν τα νοικοκυριά.
Ένας
κρατά και καίει μια καρπέτα κάτω από μια κυψέλη, για να διώξει το μελίσι και να
τρυγήσει μέλι. Μα δεν τα καταφέρνει. Του ρίχνονται οι μέλισσες κι’ ουρλιάζει
από τους πόνους.
Άλλος
βγάζει τα ρούχα του, φοράει το καλύτερο μεταξωτό γυναικείο βρακί απ’ όσα
πλιατσικολόγησε και πλένεται στη βρύση.
Άλλος
ξεσκίζει αράδα πανικά, μεταξωτά, κοστούμια και καθαρίζει το όπλο του.
Κι’
όλοι μαζύ τρώνε χωρίς διακοπή. Λες και έχουνε να φάνε μήνες. Οι αυλαγάδες
γέμισαν καπνό. Κάθε γερμαναράς και μαγειρειό.
Βούτυρα, κόττες, ρίζια, ζάχαρι, μακαρόνια όλα μαζύ κι’ ανάκατα βράζουν
στις κατσαρόλες.
Στα
ρέματα οι φαμιλιές μαθαίνουν το κακό από τους λίγους τολμηρούς που κατεβαίνουν
ως την άκρη του χωριού.
Γίνεται
χαλασμός. Δεύτερη παρουσία. Προίκες, φουστάνια, ρούχα, χαλκώματα, παπούτσια,
όλα τα σπιτικά ρημάζονται.
Στους
δρόμους γκαλντερίμια δεν υπάρχουν. Πατάς στα πούπουλα, στα βαμβάκια, στα μαλλιά
και στα … κεφάλια από τα πουλερικά.
Μεγάλο
Σάββατο μεσάνυχτα. Αυτή την ώρα άλλοτε γίνονταν η Ανάσταση στο χωριό! Και τώρα
το χωριό στριμώχνεται στο Ρέμα.
Πάσχα,
πρωί της Κυριακής. Άδειασε το χωριό απ’ το λεφούσι. Έφυγε για τη Λάρισα. Είναι
πχιό πλούσια αυτή.
Στέκεται
τώρα η κυρά Λένη κατά μεσής στον αυλαγά απ’ το ρημάδι της, και μασουλά λίγο
ξερό ψωμάκι και τις εληές που της περίσεψαν απ’ το κουμάντο του βουνού. Κυττάει
μια τα φορτηγά αεροπλάνα που ασταμάτητα περνούν πάνω από τα Τέμπη και πάνε για
την Γερμανία, γεμάτα, φορτωμένα όλο πολιτισμό, και μια τα δόλια τα καπνά που
κιτρινίζουν σκόρπια ένα γύρω στον αυλαγά. Ήταν πχιό αναπαυτικό το ξάπλωμα πάνω
σ’ αυτά. Θυμάμαι τον «κύριο» Νοκολάκη τον καπνομεσίτη, κουνάει το κεφάλι του,
μονολογεί.»
Από πολύ νωρίς άρχισε να προβληματίζεται και να
αναρωτιέται ο «κύριος» Νικόλας[5]
ο καπνομεσίτης: Πως οι γερμανοί κατακτητές που μπήκαν στους Γόννους ρήμαξαν το χωριό; Τι σχέση είχαν με τους πολιτισμένους Γερμανούς που γνώρισε;
Πολύ σύντομα θα
καταλάβει, ότι όλοι οι κατακτητές είναι βάρβαροι και μετατρέπονται σε απολίτιστα,
άγρια, απάνθρωπα και δολοφονικά μορφώματα …
[2] Είναι απόσπασμα
του λογοτεχνικού αφηγήματος στον τοπικό τύπο - «ΑΛΗΘΕΙΑ» - με τίτλο «Πάσχα στο
ρέμα» και υπογραφή «Περίεργος». Ολόκληρο το όμορφο αυτό λόγιο επετειακό κείμενο
θα παρουσιασθεί σε άλλη ευκαιρία που θα μας δοθεί. Η ορθογραφία έμεινε όπως στο
ήταν στο κείμενο. «Υποψιάζομαι» πως ο υπογράφων «Περίεργος» είναι ο γιος του «καπνομεσίτη»,
δικηγόρος Θόδωρος Νούτσιας. Το λόγιο ύφος της γραφής είναι ενός μορφωμένου
ανθρώπου όπως ήταν ο Θόδωρος, που ήταν Νομικός. Η άνεση της γραφής στον τύπο
δείχνει πάλι τον ίδιο, αφού ήταν τακτικός αρθρογράφος στην εφημερίδα «Αλήθεια» του
ΕΑΜ Λάρισας. Η πολύ καλή γνώση του Νικόλα Νούτσια, δείχνει πως αυτός που
γράφει, τον γνώριζε από κοντά.
[3] Ο ΕΛΑΣ σκότωσε 3 από τους 5 γερμανούς στρατιώτες
πλιατσικολόγους που ήρθαν στους Γόννους μάζεψαν τις ταυτότητες και πήγαν για
πλιάτσικο και στην Ελιά (Κιτσιλέρ) στις 13.04.1943,
[4] Από μαρτυρίες του πατέρα μου Αστερίου Δ. Μπάρμπα, του
Δημητρίου Κ. Παπαδούλη, του Γεώργίου Κ. Ζαχείλα, Γιάννη Γ. Μπουζώνα, Δημητρίου Καρατόλιου,
Δημητρίου Ντέλα και άλλων που ήταν ανάμεσα σ’ αυτούς που κλείστηκαν ως όμηροι
στο στρατόπεδο «Παύλος Μελάς» της Θεσσαλονίκης.
[5] Και τα δυο παιδιά
του καπνομεσίτη «κυρίου» Νικόλα και της Καλλιόπης εντάχθηκαν στο αντιστασιακό και
το λαϊκό κίνημα και έδωσαν τα πάντα για τον λαό μας. Η Κούλα (Βασιλική),
δασκάλα, που ήταν και η μικρότερη, αφού τελείωσε την παιδαγωγική Ακαδημία δεν
διορίστηκε και διώχθηκε για τα πιστεύω της από το κράτος των ξενόδουλων και δοσίλογων,
μετά την απελευθέρωση. Ανταμείφτηκε με εξορίες, φυλακές και απαγόρευση διορισμού
γιατί φοβόνταν οι ηλίθιοι να διδάξει στους μαθητές την περηφάνια. την
αξιοπρέπεια, την αντίσταση και να μη σκύβουν δουλικά το κεφάλι σε κανέναν. Ο δε
Θόδωρος αφού υπηρέτησε από διάφορα πόστα την Αντίσταση, την Αυτοδιοίκηση, την
Απελευθέρωση και μετά από τις διώξεις της περιόδου της «Λευκής Τρομοκρατίας» βγήκε
στο βουνό. Αξιωματικός του Δ.Σ.Ε. Στις 27 Νοέμβρη 1948 ονομάστηκε Λοχαγός
Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Σκοτώθηκε (μετά την πτώση του Γράμμου τον Αύγουστο) στις
12 Οκτώβρη 1949 στον Κίσσαβο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου