Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Η πανωλεθρία των Σουρλικών στο «καράβι» των Γόννων


Το κράτος και το παρακράτος αντάμα...


Εβδομήντα πέντε χρόνια πέρασαν από τις 17 Ιούλη 1946 που οι Δημοκρατικοί Πολίτες της ευρύτερης περιοχής των Γόννων, στα πλαίσια της Αυτοάμυνας[1], έδωσαν ένα αποφασιστικό χτύπημα στο «νέο εθνικό(!) στρατό», που συγκροτήθηκε κάτω από την καθοδήγηση των ξένων (Άγγλων) προστατών, από το αμάλγαμα των μεταξικών υπολειμμάτων, των βασιλικών στυλοβατών και του κατοχικού δοσιλογικού συνονθυλεύματος.

Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο τον Σούρλα να μας περιγράψει από ποιούς απαρτίζονταν το «εκστρατευτικό» ένοπλο τμήμα που επιχείρησε, «πέραν του Πηνειού», για να την αποκατάσταση της «τάξης»

«Την 21-7-46[2] έστειλα ένα τμήμα αποτελούμενον εξ 150 ανδρών υπό τας Δ/γάς του Οπλαρχηγού Κράβαρη Δημήτρην και Καραγεώργον Κωνσταντίνον και ο Διοικητής αυτών ήτο ο Μοίραρχος της Ασφαλείας Λαρίσης Χρήστου Χρήστος.

Συνεκεντρώθησαν έξωθεν της Λαρίσης με επικεφαλής τον Μοίραρχον, το τμήμα μου ενίσχυσεν και εν τμήμα χωροφυλάκων υπό τον Ανθυπασπιστήν Λιάτσιον Βασίλειον»[3].

Από τα πρακτικά της δίκης των δοσιλόγων. (Προσωπικό Αρχείο Δημήτρη Μπάρμπα)

 

Σ’ αυτές και μόνο της πέντε αράδες αποτυπώνεται με απόλυτη ακρίβεια και «αλαζονική ειλικρίνεια», η ιστορική αδιάψευστη τεκμηρίωση της οικοδόμησης από τους δοσίλογους, του νεοελληνικού μεταπολεμικού «κράτους» και η συγκρότηση του νέου «εθνικού στρατού».

 Βασικοί πυλώνες αυτού του νέου «εθνικού» μορφώματος, ήταν οι ΕΑΣΑΔίτες δοσίλογοι συνεργάτες των Γερμανών: Σούρλας, Κράβαρης και Καραγιώργος και από την άλλη το «κράτος», με την αστυνομία και την χωροφυλακή.

Το ιστορικό

Στις 16 Ιούλη πέρασαν το ποτάμι με το «Δερελιώτικο καράβι» – όλη αυτή η συμμορία των σουρλικών και των χωροφυλάκων -  και συνέχισαν για το Νεζερό (Καλλιπεύκη), αφού πέρασαν από το Δερελί (Γόννους):

«…Ήρθαν οι Σούρληδες απ' τα Φάρσαλα. Παραστρατιωτική οργάνωση. Πάνω από 120 άτομα ήρθαν εδώ. Λεηλάτησαν σπίτια αριστερών. Έμασαν κάμποσα ζώα και τους κατόχους τους και δέρναν κιόλα. Εμένα με δείραν και το Στέργιο Γ. Τσιούρβα, γιατί αργήσαμε να βγάλουμε τα ζώα. Ξεκίνησαν για το Γκουνταμάνι. Όποιον βρίσκαν στο δρόμο τον δέρναν ανελεώς»[4]. Όταν πλησίασαν την Καλλιπεύκη, κύκλωσαν όλη την περιοχή - είχε πολύ κόσμο στα χωράφια, αφού ήταν περίοδος θερισμού – και τους μάζεψαν όλους στην πλατεία.

«Στην πλατεία – μας περιγράφει ο Στέργιος Παπαϊωάννου[5] - ξεχώρισαν 70 άτομα για «ανάκριση», απ’ αυτούς μόνο πέντε δεν πειράχτηκαν. Ανάμεσά τους και ‘γω, επειδή είχα αδερφό κληρωτό στον αστικό στρατό. Οι υπόλοιποι άνδρες και γυναίκες βασανίστηκαν και έφαγαν τόσο ξύλο που, οι δικοί τους, τους πήραν στις κουβέρτες στο σπίτι».

«Κατά την επιστροφή τους – όπως μας λέει ο Παπα-Λευτέρης Παπαϊωάννου - οι ληστοσυμμορίτες ακολουθώντας την κορυφογραμμή πάνω από την Καλλιπεύκη, όποιον έβρισκαν είχε παρόμοια ή και χειρότερη τύχη. Στη θέση Αη Γιώργη στη Ραψανόστρατα συνάντησαν άλλα τρία παιδιά από την Καρυά, τα δυο αδέρφια Γιώργο και Σπύρο Σακοράφα που θέριζαν ένα χωράφι και τον Χρήστο Μποκουριώτη που έβοσκε παραδίπλα τα γίδια. Αφού τους χτύπησαν μέχρι θανάτου, ο Σπύρος Σακοράφας επέζησε επειδή νόμιζαν πως είναι νεκρός, ενώ οι άλλοι δυο πέθαναν επί τόπου»[6].

Ολοκληρώνοντας την «εθνική» τους αποστολή – δολοφονίες, ξυλοδαρμούς και πλιάτσικο - έφυγαν βιαστικά, φοβούμενοι να διανυκτερεύσουν στην Καλλιπεύκη, αφού πρώτα υπέταξαν για την μεταφορά των κλοπιμαίων αρκετά ζώα.

«Κατεβαίνοντας στο δρόμο, κοντά στη «βρύση του Λάζαρου», βρήκαν το Γοννιώτη Μιχάλη Κ. Σίμο που πήγαινε στα πρόβατα. Τον έδειραν τόσο που νόμιζαν πως πέθανε και έτσι γλύτωσε την χαριστική βολή»[7]. Τέλος έφτασαν στους Γόννους όπου διανυκτέρευσαν.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί 17 Ιούλη 1946 σηκώθηκαν να φύγουν, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αφού πρώτα κι από δω επιτάχθηκαν ζώα και κάρα για την μεταφορά του πλιάτσικου. Η «προφυλακή» που προηγήθηκε της όλης φάλαγγας έφτασε στο ποτάμι, επιβιβάστηκε στο «καράβι» και ξεκίνησε για να βγει απέναντι.

Ήδη η Αυτοαμυνήτες των όμορων χωριών είχαν καταλάβει επίκαιρες θέσεις για να δώσουν ένα μάθημα στους παρακρατικούς ληστοσυμμορίτες «εισβολείς», περικυκλώνοντάς τους. Καλύφθηκε η βόρεια πλευρά προς τους Γόννους, η ανατολική πλευρά προς τα Τέμπη και η νότια πλευρά απέναντι από το ποτάμι (από την πλευρά του Παραπόταμου. Όμως, η δυτική πλευρά που έπρεπε να καλύπτεται από την πιο έμπειρη ομάδα των ανταρτών - γιατί ήταν η περιοχή του στρατωνισμού τους - που ήταν και η καλύτερα εξοπλισμένη, αφού αποτελούνταν από τους καταδιωκόμενους Δημοκρατικούς Πολίτες, έμεινε κενή. Αυτό συνέβηκε, επειδή, θέλησαν να χτυπήσουν τη ληστοσυμμορία του Σούρλα, όταν πληροφορήθηκαν πως πέρασε τον Πηνειό και κατευθύνθηκε στην Καλλιπεύκη (Νεζερό). Υπολόγιζαν πως εκεί (Καλλιπεύκη) θα διανυκτέρευαν οι Σουρλικοί και ξεκίνησαν με μια χρονική καθυστέρηση για να τους χτυπήσουν τη νύχτα. Οι σούρληδες «κάτι μυρίστηκαν» και αυθημερόν γύρισαν στους Γόννους (Δερελή), όπου διανυκτέρευσαν και πρωί πρωί – αφού ολοκλήρωσαν το «θεάρεστο έργο» και το «πατριωτικό τους καθήκον(!)» με τους ξυλοδαρμούς, εξευτελισμούς και τις δολοφονίες – ξεκίνησαν για να φύγουν.

 Φτάνοντας στη μέση του ποταμού άρχισε να τους θερίζει το οπλοπολυβόλο που χειρίζονταν ο «Περινόσπορος»[8], δίνοντας αποφασιστικό χτύπημα στους Σουρλικούς «εισβολείς», σε απάντηση των εγκλημάτων που είχαν κάνει μέχρι τότε σε βάρος των αγωνιστών της αντίστασης  και αθώων πολιτών.

Το "καράβι": Ο εφιάλτης του παρακράτους του Σούρλα.
 

Όταν το αντιλήφθηκαν αυτό οι υπόλοιποι Σουρλικοί και χωροφύλακες γύρισαν προς τους Γόννους. Η Αυτοάμυνα τους χτύπησε τότε από παντού.

Ένα τμήμα είχε παραμείνει στο σχολείο, που χρησιμοποιούνταν από την χωροφυλακή και τον στρατό για στρατωνισμό και όσοι κατάφεραν να γυρίσουν εκεί, δέχτηκαν σφοδρή επίθεση από τους πρώην εφεδροελασίτες. Κατά την διάρκεια της μάχης σκοτώθηκε, πολεμώντας όρθιος, ο ΕΠΟΝίτης Γιάννης Δεδικούσης, που εκείνες τις μέρες βρέθηκε με άδεια στο χωριό, ενώ ήταν φαντάρος και θεώρησε αυτονόητο να συμμετέχει στην σύγκρουση με τους συντρόφους του.

Μέσα απ’ όλη αυτή τη σύγκρουση οι Σουρλικοί έπαθαν πανωλεθρία.  Σώθηκαν μόνο όσοι διέφυγαν στην δυτική κατεύθυνση (προς την Ροδιά), που έμεινε κενή από την περικύκλωση, με την βοήθεια ενός αγροφύλακα. Όπως το βεβαιώνουν οι μαρτυρίες, δεν θα γλύτωνε κανείς τους, αν η ομάδα των καταδιωκόμενων - που ήταν οπλισμένη, εμπειροπόλεμη και η πιο οργανωμένη - παρέμεινε στη θέση της και δεν τους ακολουθούσε με καθυστέρηση στην Καλλιπεύκη, απουσιάζοντας έτσι από το «πόστο» της, κατά τις κρίσιμες ώρες της μάχης.

Από τους πάνω από 150 ληστοσυμμορίτες, η αριθμητική απώλεια ήταν πολύ μεγάλη. Σκοτώθηκαν 42, όπως λέει ο ίδιος ο Σούρλας[9], χώρια οι τραυματίες. Οι Γοννιώτες δίνουν 60 - 80, που ο αριθμός αυτός είναι πιο κοντά στον πραγματικό αριθμό, αφού για μέρες έβρισκαν σκοτωμένους στα χωράφια τους. Η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ.) μας δίνει από το «Δελτίο επιχειρήσεων του Αρχηγείου Θεσσαλίας» του Δ.Σ.Ε. 74 νεκρούς Σούρληδες[10].

Και σε στελέχη είχαν σημαντική απώλεια, με μεγαλύτερη αυτή του βασανιστή, βιαστή και  αρχιδολοφόνου Σαμαλέκα που ήταν γνωστός στην ευρύτερη περιοχή από τα Φάρσαλα ως την Λάρισα επειδή σκόρπιζε τον θάνατο και τον τρόμο στους δημοκρατικούς κατοίκους, έχοντας στο ενεργητικό του πολλές δολοφονίες, με πιο γνωστή εκείνη του αντιστασιακού Γρηγόρη Χαρισούλη από τη Νίκαια[11].

Επίσης ο Ντίνος Καϊμάκης, δωσίλογος και μέλος της φασιστικής οργάνωσης Ε.Ε.Ε., που για να σωθεί από το μένος των κατοίκων, ντύθηκε με γυναικεία ρούχα, χωρίς τελικά να καταφέρει την διαφυγή ...

Τις επόμενες μέρες η «ανθρωπιστική» στάση του Σούρλα φάνηκε, με τις δολοφονίες[12] και τους ξυλοδαρμούς μέχρι θανάτου, κατά των αθώων πολιτών που θέριζαν και αλώνιζαν στο Μακρυχώρι και στην ευρύτερη περιοχή.

Τέλος, η συντριβή της ληστοσυμμορίας του Σούρλα είχε τέτοιον αντίκτυπο, που αναπτέρωσε το ηθικό των δημοκρατικών πολιτών και η συμμορία του δεν τόλμησε να περάσει ποτέ το ποτάμι!

 



[1] Πολιτική και νομικά τεκμηριωμένη θέση του ΕΑΜ για την υπεράσπιση της ατομικής και της συλλογικής ελευθερίας  του ανθρώπου.

[2] Η ακριβής ημερομηνία της μάχης είναι 17.7.1946 και επιβεβαιώνεται: 1) από τις αφηγήσεις Γοννιωτών που συμμετείχαν στη μάχη ενεργά ή υπήρξαν παρατηρητές των γεγονότων, 2) αποφ. του εκτάκτου στρατοδικείου (145/9.3.1948) και  3) αποφ. Συμβ. Πλημ. 204/ 20.2.1952).// Δ.Ι.Σ., τόμ.2, σ.464-476.

[3] Γιαννάκενα, «Γρηγόρης Σούρλας…», εκδ. Πελασγός, Αθήνα 2016, σ.217.

[4] Μαρτυρία του Μήτσου Τσιούρβα στο βιβλίο του Κωνσταντίνος Πανάρας, «Οι Γόννοι χθες και σήμερα», Γόννοι 2000, σ. 59.

[5] Μαρτυρία προφορική, βιντεοσκοπημένη, του Στέργιου Παπαϊωάννου.

[6] Προφορική μαρτυρία, βιντεοσκοπημένη, του Παπά Λευτέρη Παπαϊωάννου από την Καρυά.

[7] Οι αντάρτες βρίσκονταν στο Κόδρεσι και ώσπου να ειδοποιηθούν και να συγκροτηθούν πέρασε κάποιος χρόνος και χωρίς να ξέρουν τα ακριβή σχέδια των ληστοσυμμοριτών κινήθηκαν με αρκετή καθυστέρηση, έτσι έμεινε ακάλυπτη η δυτική πλευρά που ήταν το δικό της πεδίο δράσης.

[8] Θανάσης Μπουροτζίκας (ψευδ. Περινόσπορος) από το Μακρυχώρι.

[9] Ι. Γιαννάκενα, ό.π. σ.218.

[10] Δ.Ι.Σ., τόμ.2, σ.464-476.

[11] «Αλήθεια» 6.12.1945.

[12] Στοιχεία για την κοινωνική σύνθεση των δολοφονημένων Μακρυχωριτών μας δίνει ο Χρήστος Σαΐτης σε  δημοσίευση της εφημ. «Ελευθερία» 6.8.2016, με τίτλο: «Εγκλήματα σε Καλλιπεύκη και Μακρυχώρι». ● Ο ίδιος ο Σούρλας παραδέχεται και δικαιολογεί, 30 εκτελέσεις αθώων πολιτών, αφού πρώτα τους βαφτίζει «συμμορίτας».