Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Ποιος είπε πραγματικά το ΟΧΙ; Sir Henry Maitland Wilson: «…Σχημάτισα τότε την εντύπωση ότι ο πόλεμος που διεξήγετο στην Αλβανία ήταν πόλεμος του Λαού που μπορούσε να συγκριθεί με τον λαϊκό πόλεμο που διεξήχθη στη Γαλλία τον χειμώνα του 1870-71»

 

               Απόσπασμα από το αφιέρωμα στα 80 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΑΜ                                        του περιοδικού «ΘΕΣΣΑΛΙΑ στους ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ»  (του 3ου τεύχους, Φθινόπωρο 2021)

Η έλλειψη αμυντικής προετοιμασίας της βασιλομεταξικής κυβέρνησης για αντιμετώπιση επίθεσης του Ιταλίας – Γερμανίας.

Η βασιλομεταξική δικτατορία που επιβλήθηκε «δημοκρατικά»[1] την 4η Αυγούστου 1936 και ενώ τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν επικίνδυνα στην Ευρώπη, έβαζε «μπουρλότο» στα θεμέλια της «εθνικής ενότητας», όπως την ορίζει ακόμα και η ίδια αστική εξουσία.

Συγκεκριμένα, συνεχίζει να κρατάει τον στρατό αποδυναμωμένο από τους απότακτους δημοκρατικούς αξιωματικούς του κινήματος του 1935[2] όλων των βαθμίδων (Νικόλαος Πλαστήρας, Ευριπίδης Μπακιρτζής Στέφανος Σαράφης, οι αδελφοί Τσιγάντε, Δημήτριος Ψαρρός, κ.ά,) που ήταν από τους καλύτερα δοκιμασμένους και έμπειρους σε πολέμους αξιωματικούς. Έτσι έμεινε ένα αντιφατικό συνονθύλευμα αγγλόφιλων και γερμανόφιλων πεμπτοφαλαγγιτών ανώτατων και ανώτερων αξιωματικών, για να αντιμετωπίσουν ένοπλα τους φασίστες, Ιταλούς και Γερμανούς, επιδρομείς.[3]

Παράλληλα φυλάκισαν, εξόρισαν και δολοφόνησαν τους κομμουνιστές που ήταν οι συνεπέστεροι αντιφασίστες αγωνιστές. Διέλυσαν όλα τα κόμματα, εξορίζοντας και φυλακίζοντας κάποιους ηγέτες τους,[4] αφήνοντας έτσι σχεδόν ακέφαλο από τους φυσικούς του αρχηγούς τον λαό.

Διέλυσαν τους συλλογικούς φορείς (εργατικούς, αυτοδιοικητικούς, πολιτιστικούς κ.ά.), αλλάζοντας σε πολλούς τις διοικήσεις με ιδεολογικά ομογάλακτα φερέφωνα. Οι αιρετοί στη ΓΣΕΕ απολύθηκαν, διώχτηκαν, φυλακίστηκαν, το ίδιο και οι δήμαρχοι με τα δημοτικά συμβούλια (εκτός από εκείνους που ταυτίζονταν ιδεολογικά μ’ αυτούς),  και κάθε τι άλλο που άγγιζε τη δημοκρατική έκφραση.

Όσο για την πολεμική προετοιμασία, η κυβέρνηση του Μεταξά, ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένη στον από βορρά κίνδυνο για «την αντιμετώπισιν της Βουλγαρίας μεμονωμένην ελληνοβουλγαρικήν ρήξιν». Εκεί δαπάνησε τεράστια ποσά σε έργα σταθερά στο (Ρούπελ), που εκ των υστέρων φάνηκε πως δεν συνέβαλαν καθόλου ή ελάχιστα, στην άμυνα της Ελλάδας και ήταν λεφτά για τους εργολάβους.

Πουθενά δεν γινόταν ούτε λέξη αναφορά για την αντιμετώπιση του κινδύνου της φασιστικής Ιταλίας. Μόνο τον Απρίλη του 1939, όταν η φασιστικά Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, η μεταξική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να εξετάσει το πρόβλημα της αντιμετώπισης ιταλικής πολεμικής απειλής.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         

 Στο διάστημα αυτό, η οικονομικά αδύνατη Ελλάδα δεν ήταν δυνατό να επωμισθεί το βάρος του εξοπλιστικού ανταγωνισμού με την ιμπεριαλιστική Ιταλία. Άλλωστε ο ελληνικός λαός πλήρωσε δυσβάσταχτους φόρους και τους υποχρεωτικούς ουσιαστικά εράνους που είχε επιβάλει και απομυζήσει για την άμυνα της χώρας η μεταξική κυβέρνηση.

Αυτό φάνηκε καθαρά όταν έφτασε η ώρα της δοκιμασίας και οι ελλείψεις εφοδιασμού του στρατού ήταν τεράστιες. Αν σ’ αυτό προστεθεί η ελεύθερη δράση της 5ης φάλαγγας που διασπούσε το εσωτερικό μέτωπο και αποδυνάμωνε την αμυντική ικανότητα της χώρας, η κατάσταση ήταν θλιβερή. Προδικάζοντας την ήττα η κυβέρνηση Μεταξά, παραμονές της επίθεσης, απευθυνόμενη στον μέραρχο Χ. Κατσιμήτρο, αναφέρει:

«Η δύσκολη θέση της Μεραρχίας μας είναι γνωστή. Με την υπάρχουσα αριθμητική υπεροχή του εχθρού, η κυβέρνηση δεν αναμένει νίκες από τη Μεραρχία. Αναμένει, όμως, ότι η Μεραρχία θα περισώσει την τιμήν των όπλων.»

Χειρότερες επισημάνσεις αναδείχνει η έκθεση καταπέλτης των τριών αντιστρατήγων, γνωστή ως  έκθεση Καθενιώτη,[5] που αναφέρει: «… Σχετικώς με το σχέδιο ΙΒ, κατά το οποίον, άνευ πολλών περιφράσεων, η μεν γραμμή μάχης μετεφέρετο εις τινα σημεία 200 χιλ. εντεύθεν των συνόρων, παρεδίδετο δε εις τον εχθρόν αμαχητί ολόκληρος η Ήπειρος και η Δυτική Μακεδονία και έτι περαιτέρω η σύμπτυξις μέχρι Ορθρυος. Με την ανωτέρω λύσιν το Επιτελείον, αναζητούν την ευνοϊκοτέραν τοποθεσίαν αντιστάσεως, εγκαταλείπει τας υπερόχους ορεινάς γραμμάς της Ηπείρου, της Πίνδου και της Καστοριάς και σκοπεύει να καλυφθή όπισθεν των ποταμίσκων του Αράχθου και του Αλιάκμονος, ως εάν επρόκειτο να καλυφθή όπισθεν του Βόλγα... Χρήματα τα πετάμε από τα παράθυρα, διότι 400 ολόκληρα εκατομμύρια διετέθησαν δι’ αποπεράτωσιν αχρήστων πλέον έργων[6] τα οποία πρόκειται να αμυνθώμεν μόνον διά την τιμήν των όπλων... Δεν θα το συγκρίνομεν με την οχύρωσιν της Ηπείρου όπου ο Κατσιμήτρος και ο Μαυρογιάννης έσκαβαν το χώμα με τα νύχια των διαθέτοντες μόνον δύο εκατομμύρια, ως εάν ταύτα να προήρχοντο από το πρώτον πολεμικόν δάνειον της Ελλάδος… Επιχειρήσεις διεξαγόμεναι άνευ συνδρομής πυροβολικού και πλειστάκις άνευ πυρομαχικών και στρατεύματα ενεργούντα άνευ μεταγωγικών και εφοδιαζόμενα τη βοηθεία ατερμόνων θεωριών γυναικοπαίδων και γερόντων από τους κατοίκους της Πίνδου, αυθορμήτως προσφερθέντων διά να μεταφέρουν εις τους ώμους των τα βόλια και το ψωμί εις τα μαχόμενα παιδιά των, διαφεύγουν των πλαισίων των συντεταγμένων επιχειρήσεων διά να προβιβαστούν εις την κατηγορίαν των εθνικών αγώνων, παρεμφερών και παρομοίων προς τους παλαιούς αγώνας του 21».

Πότε αρχίζει η Αντίσταση του λαού; Το «ανοιχτό» γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη.

 

Με την κήρυξη του πολέμου ο Μεταξάς αναγκάζεται επιτέλους να διατάξει γενική επιστράτευση. Ο λαός δεν αντιδρά με ηττοπάθεια, αφού ο δικτάτορας Μεταξάς τον πόλεμο τον έβλεπε σαν «λίγες τουφεκιές για την τιμή των όπλων», αλλά με γνήσιο πατριωτικό ενθουσιασμό.

Δύο μέρες μετά την λήξη της ελληνικής επιστράτευσης, αρχίζει (14-11) μια επιτυχής αντεπίθεση ενάντια στους εισβολείς που ήδη είχαν προελάσει βαθιά στο ελληνικό έδαφος. Παρά τον κατά πολύ ανώτερο στρατιωτικό εξοπλισμό των Ιταλών, η εξέλιξη της εκστρατείας φανερώνει τις αδυναμίες της πρόχειρης προετοιμασίας.[7]

«Ο πόλεμος στην Αλβανία και γενικά στα Ελληνικά σύνορα, εναντίον του Άξονος, είναι κατά την γνώμη μας [είναι] η πρώτη φάσις της Εθνικής Αντιστάσεως του Ελληνικού Λαού».[8]

Αυτό το διαπίστωσε και ο Σερ Χένρι Μέτλαντ Ουίλσον (Sir Henry Maitland Wilson), ο οποίος είτε ως πρώτος συνεργάτης του στρατηγού Άρτσιμπαλντ Ουέηβελ (Archibald Wavell), επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή (1939-41), στην αρχή, είτε ως Αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου (AFHQ), παρακολούθησε από πολύ κοντά την προσπάθεια του Ελληνικού Στρατού, του Ελληνικού Λαού στον πόλεμο της Αλβανίας. Στο βιβλίο του «Οκτώ χρόνια πέρα των θαλασσών» και στην σελίδα 75, αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

«Στις 9 Μαρτίου η από πολύ καιρό αναμενόμενη επίθεση των Ιταλών στην Αλβανία εξαπολύθηκε. Την επίθεση την διεξήγαγαν δώδεκα μεραρχίες, επί ενός μετώπου είκοσι μιλίων, από το Τεπελένι και βορείως. Η μάχη ήταν σκληρή και οι απώλειες βαριές. Η επίθεση δεν σημείωσε καμμιά πρόοδο και συνεκρατήθη από έξι Ελληνικές Μεραρχίες. Στο Ελληνικό Στρατηγείο της Αθήνας επικρατούσε ανησυχία για τις απώλειες, όπως επίσης και για την εξάρθρωση από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς της γραμμής ανεφοδιασμού κατά μήκος της οδού Ισθμού-Κορίνθου-Ιωαννίνων. Σχημάτισα τότε την εντύπωση ότι ο πόλεμος που διεξήγετο στην Αλβανία ήταν πόλεμος του Λαού που μπορούσε να συγκριθεί με τον λαϊκό πόλεμο που διεξήχθη στη Γαλλία τον χειμώνα του 1870-71».[9]

Η πρώτη φάση της Αντίστασης ολόκληρου του Λαού μας ήταν η ηρωική στάση μπροστά στον σιδερόφραχτο αξονικό κατακλυσμό. Σε άλλες χώρες που κατέλαβε ο άξονας οι εθνικοί στρατοί διαλύθηκαν και ο οπλισμός τους παραδόθηκε ή το πολύ καταστράφηκε. Χώρες και λαοί πέρασαν σε κατάσταση δουλείας, περιμένοντας, τουλάχιστο τα πρώτα χρόνια του πολέμου, την εθνική τους απελευθέρωση από εξωτερική δύναμη.

 «Στην Ελλάδα, ο Έλλην στρατιώτης δεν διελύθει. Έλυσεν απλώς τους ζυγούς για να κάμει μια άλλη ανασύνταξη. Ήταν νικητής και εννοούσε να παραμείνει νικητής. Το ντουφέκι του δεν το παρέδωσε. Σε 120.000, σε εκατοντάδες αυτόματα υπολογίζεται ο ελαφρός οπλισμός που έκρυψε ο Ελληνικός Στρατός στα βουνά της Ελλάδας. Πριν ακόμα λύσει τους ζυγούς είχε διαγράψει την δεύτερη φάση της Αντιστάσεως».[10]

Βασικοί παράγοντες που συντέλεσαν ώστε να πάρει η ηρωική αντίσταση του ελληνικού λαού, στον πάνοπλο επιδρομέα, χαρακτήρα παλλαϊκού πολέμου, ήταν:

α) Οι ένδοξες αγωνιστικές παραδόσεις του Εικοσιένα και των κατοπινών δημοκρατικών αγώνων του λαού. Οι παραδόσεις αυτές αποτέλεσαν ισχυρή δύναμη παρόρμησης των στρατευμένων παιδιών και των αξιωματικών στον αγώνα για την απόκρουση τις φασιστικής επιδρομής.

β) Οι συνεχείς προκλήσεις της Ιταλίας που από τα μέσα Αυγούστου που ο Μουσολίνι, αποφασίζει αιφνιδιαστική επίθεση κατά τις Ελλάδας στο τέλος Σεπτέμβρη, εντατικοποιεί τις προκλήσεις σύμφωνα με την «γραμμή Τσιάνο» και με τον τορπιλισμό τις «Έλλης» ανεβάζουν τη διάθεση εκδίκησης του λαού ενάντια στον ύπουλο εχθρό.

γ) Η έντονη αντιφασιστική και η αντιδικτατορική πάλη του λαού, τώρα οπλισμένο πλέον, του δίνει την δυνατότητα να το δείξει έντονα στον εξωτερικό φασισμό (Ιταλούς-Γερμανούς) και στο εσωτερικό, όταν του δόθηκε η δυνατότητα.[11]

δ) Αναμφισβήτητος παράγοντας υπήρξε η πατριωτική στάση του ΚΚΕ, μόλις εκδηλώθηκε η επίθεση του ιταλικού φασισμού κατά τις χώρας. Με την κήρυξη του πολέμου οι εξόριστοι και φυλακισμένοι κομμουνιστές ζητούν να σταλούν στη πρώτη γραμμή να πολεμήσουν. Στις 29 Οχτώβρη 1940, η ομάδα των 600 περίπου κρατουμένων κομμουνιστών στο στρατόπεδο Ακροναυπλίας, επικεφαλής των οποίων βρισκόταν μέλη της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ, έστειλε υπόμνημα στην κυβέρνηση με το οποίο καταδίκαζε τη φασιστική επιδρομή και ζητούσε να σταλούν όλοι οι κρατούμενοι στο μέτωπο για να πολεμήσουν τον εισβολέα. Οι ομάδες και των άλλων εξόριστων και κρατούμενων κομμουνιστών στη Φολέγανδρο, Γαύδο, Πύλο, Αίγινα κ.ά. ζήτησαν με αίτησή τους να σταλούν στο μέτωπο για να πολεμήσουν. Στις αιτήσεις αυτές η φασιστική κυβέρνηση Μεταξά απάντησε με κατηγορηματική άρνηση.

 

Τις 31 Οκτώβρη 1940, ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης κάλεσε τον ελληνικό λαό σε αγώνα κατά των φασιστών επιδρομέων, με ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύτηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες στις 2 Νοέμβρη 1940 και έγραφε:                                                                    

«Προς τον λαό της Ελλάδας

Ο φασισμός του Μουσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και να τη εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλεύουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.

Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας  τις δυνάμεις, δίχως καμιά επιφύλαξη[12]. Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.

Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό της.

     Αθήνα                                                                    Ν. Ζαχαριάδης

       31. Χ. 40                                                          Γραμματέας ΚΕ του ΚΚΕ» 

Τα αληθινά γράμματα του Ν. Ζαχαριάδη που έστειλε «προς τον Ελληνικό λαό» ήταν τρία[13]. Γύρω απ’ αυτά έγινε μεγάλη συζήτηση, αναπτύχθηκαν πολλοί προβληματισμοί. Ιδιαίτερα για το πρώτο γράμμα, πολλά κομματικά μέλη το αμφισβήτησαν για την γνησιότητά του, όπως η γνωστή με το όνομα σαν Παλιά Κεντρική Επιτροπή  (Π.Κ.Ε.) [14]. 

Ακόμα και η ΚΔ άσκησε κριτική, σχετικά με τις θέσεις που διατυπώνονταν στο γράμμα, για τον ιταλο-ελληνικό πόλεμο.[15]

Υπήρχε και άλλο γράμμα που ήταν πλαστό[16], κατασκεύασμα των χαφιέδων του Μανιαδάκη.

Όλη αυτή η κατάσταση δημιούργησε μια σύγχυση στις διάσπαρτες (φυλακές, εξορίες, παράνομοι, κλπ.) δυνάμεις του ΚΚΕ. Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες οι κομμουνιστές ακολούθησαν μια σωστή γραμμή για τον χαρακτήρα του πολέμου και για τον αντιφασιστική, διεθνιστική και εθνικοαπελευθεωτική κατεύθυνση του αγώνα, με την ορθή συγκρότηση και επιλογή της πιο αποτελεσματικής μορφής πάλης.

Σταδιακά άρχισε να ξεκαθαρίζει η «ήρα από το σιτάρι» με την απόδραση των πρώτων εξόριστων και την ανασυγκρότηση των «νέων» οργανώσεων σε όλη την σκλαβωμένη Ελλάδα. Η προδικτατορική σπορά των ριζοσπαστικών σοσιαλιστικών ιδεών φάνηκε πως βρήκε γόνιμο κοινωνικό πεδίο, αφού άντεξε και απέδωσε θαυμάσιους αγωνιστικούς καρπούς, παρά τις πιο βάρβαρες, απάνθρωπες, κτηνώδεις, ύπουλες και βίαιες ενέργειες της βασιλομεταξικής ξενόδουλης αστικοφασιστικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.

Το «ανοιχτό γράμμα» του Ζαχαριάδη υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές ωστικές κινητήριες δυνάμεις για τον αντιφασιστικό - εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ενάντια στον άξονα και τους συνοδοιπόρους του. 

 



Παραμονές της πέμπτης επετείου της 28 Οκτώβρη 1941, δηλ. ένα μόλις χρόνο μετά την απελευθέρωση, ο Φαίδων Μακρής γράφει στην «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ», εφημερίδα του ΕΑΜ της Μαγνησίας,[1] ένα εξαιρετικό αρθράκι για το ΟΧΙ…



[1] «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ», εφημερίδα του ΕΑΜ Μαγνησίας, αρ.469, 25.10.1945

 

 

«Μεθαύριο 28 Οκτωβρίου, πέμπτη επέτειο του, ονομαστικού ΟΧΙ προς τους Ιταλούς της δικτατορικής διανδρίας Γλύξμπουργκ-Μεταξα, το Ελληνικό Κράτος θα εορτάσει αλλά δεν θα δεχθεί επισκέψεις του λαού, λόγω απουσίας... ντροπής.

Αυτό που ετοιμάζεται επίσημα δεν είναι γιορτή, είναι απόπειρα υπεξαίρεσης από το λαό της τιμής και της παγκόσμιας δόξας του, για τους υπέροχους απελευθερωτικούς αγώνες του, υπεξαίρεσης, που γίνεται προς όφελος των κληρονόμων του νεκρού δικτάτορα και του Γλύξμπουργκ.

 Αυτοί οι δυο είπαν το όχι, όπως το λεν και οι ερωτευμένες γυναίκες, που ετοιμάζονται να παραδοθούν στον εραστή τους. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αποτελούσαν γι’ αυτούς τους δυο ανάξιους κυβερνήτες, αντικείμενο άμετρου θαυμασμού. Το όχι δε λέγεται με το καπέλο στο κε­φάλι και τις αποσκευές αμπαλαρισμένες για το εξωτερικό, αλλά λέγεται όπως το είπε ο λαός με το γυλιό του στρατιώτη στον ώμο, κι’ έτοιμος να φύγει, όχι για το … σωτήριο εξωτερικό, αλλά για τα απειλούμενα σύνορα της πατρίδας μας.

Εκεί στα σύνορα της πατρίδας μας και όχι στα σαλόνια της «Γκραν Μπρετάνια» είπε ο λαός μας το δικό του ΟΧΙ.

Το είπε με την κάνη του λιανοτούφεκού του, το χάραξε με την ξιφολόγχη στα στήθη των επιδρομέων και το έγραψε με το αίμα του στους βράχους και στις χαράδρες της Πίνδου και των Αλβανικών βουνών.

Μα οι άνθρωποι που σήμερα κυβερνάν την χώρα μας, ελέω των, αραπάδων του Σκόμπυ, αφού αφαίρεσαν από το λαό μας και τις πιο στοιχειώδεις του ελευθερίες, αφού του πήραν και την τελευταία μπουκιά του ψωμιού του από το στόμα, πάνε τώρα με την πιο άτιμη εορταστική σκευωρία να του αφαιρέσουν τους τίτλους τιμής της Εθνικής Αντίσταση; Να πάρουν το όχι που βγήκε από το υπερήφανο στήθος ενός ελεύθερου λαού και, να το ρίξουν στο βόθρο του στόματος ενός ταπεινού δικτάτορα. Μα η ιστορία δεν πλαστογραφείτε όσες προσπάθειες κι’ αν καταβάλουν οι πολιτικάντηδες του μεταδεκεμβριανου βούρκου.

Ο λαός θα σας αφήσει μόνους σας να ασχημονείτε στα τεταρταυγουστιανά σαλόνια, κι αυτός, στους δρόμους, στις συνοικίες και στα εργοστάσια θα γιορτάσει μόνος του την δική του γιορτή, με τον δικό του τρόπο, τον τίμιο, τον αυθόρμητο, τον λαϊκό.

Η δική σας επίσημη γιορτή είναι η γιορτή των κούφιων λέξεων και των κενών επιδείξεων, αφού μια κούφια λέξη και μια κενή δι­πλωματική επίδειξη θα γιορτάσετε. Το όχι του υπηρέτη του Γλύξμπουργκ- Μεταξά.

Μα η γιορτή του λαού, θα δονείται από το βαθύ παλμό της συγκίνησης, για την ιερή επέτειο του δικού του ΟΧΙ, που το είπε με την φιλελεύθερη καρδιά του και το πραγμάτωσε με το τίμιό του αίμα.

Φαίδων Μακρής[1]»



[1] Ο Φαίδων Μακρής αγωνιστής της Αντίστασης και ζούσε στον Βόλο. Γιος του Αλκιβιάδη Μακρή που είχε βιβλιοπωλείο και τυπογραφείο στη Λάρισα. Εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στον Βόλο το 1926. Παιδιά του εκτός από τον Φαίδωνα είχε και τον γνωστό λαογράφο του Βόλου Κίτσο και την Κυβέλη  Μακρή. Ήταν ανιψιός του Θρασύβουλου Μακρή (ξάδελφος του πατέρα του), δημοσιογράφου και εκδότη της «ΜΙΚΡΑΣ» της Λάρισας, που στην κατοχή κράτησε μεμπτή στάση.


[1] Μετά τις εκλογές του Γενάρη του 1936

[2] Μαυρογορδάτος Γιώργος, «Μεταξύ δύο πολέμων: Πολιτική Ιστορία 1922-1940», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 28.

[3] Τον Μεταξά, η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (27-28 Σεπτέμβρη 1935) τον χαρακτηρίζει «πουλημένο και αφοσιωμένο όργανο του χιτλερισμού στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, πληρώνεται απ’ το γερμανικό φασισμό για να ξαναστηλώσει την παληά γερμανική επιρροή στην Ελλάδα, τη θέλει εξάρτημα, και πανομοιότυπο του χιτλερισμού και δουλεύει δραστήρια για την πραξικοπηματική παλινόρθωση, που τη θέλει αποκλειστικό χιτλερικό κινούμενο.» [Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τομ. 4ος (1934-1940), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1975, σ. 244.]

[4] Εξορίστηκαν: Γ. Παπανδρέου, Π. Κανελλόπουλος, Θεμ. Τσάτσος, Γ. Καφαντάρης, Αλ. Μυλωνάς, Ανδρ. Μιχαλολιάκος κ.ά.

[5] Δημητρίου Καθενιώτη, Πόλεμος 1940-41, οι κυριότερες στρατηγικές φάσεις, εκδ. Historia.

[6] Εδώ αναφέρονται τα έργα του «Ρούπελ» ή «γραμμή Μεταξά» που δεν χρησίμευσαν σε τίποτα απολύτως, ενώ δαπανήθηκαν σε εργολάβους εκατομμύρια δραχμές, αφήνοντας τον στρατό σχεδόν άοπλο. Οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα από άλλα τμήματα των συνόρων και ακολούθησαν οι Βούλγαροι που κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας – Θράκης, και έτσι ο σκοπός για τον οποίο έγιναν απέτυχε παταγωδώς. 

[7] Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα.Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1990, σ. 63-64.

[8] Κομνηνός Πυρομάγλου, Ο Δούρειος Ίππος, Η εθνική και πολιτική κρίσις κατά την Κατοχή, Αθήναι 1958, σ. 24.

[9] Ιστορικόν Αρχείον Εθν. Αντιστάσεως, εκδ. Κομνηνός Πυρομάγλου, τεύχ. 1, Αθήνα 1958, σ. 5.

[10] Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως, ό.π., σ.6.

[11] Πολλοί από τους οπλισμένους φαντάρους, όταν αργότερα κατέρρευσε το μέτωπο και γύρισαν στα σπίτια τους, έκρυψαν τα όπλα που έφεραν μαζί τους για να τα χρησιμοποιήσουν ενάντια στον φασισμό (ξένο και ντόπιο), «όταν θάφτανε η ώρα».

[12] Η φράση «δίχως καμιά επιφύλαξη», προκάλεσε ορισμένες αμφιβολίες για την γνησιότητα του γράμματος. Η πλειοψηφία των εξόριστων του Αη-Στράτη και ορισμένοι άλλοι αγωνιστές είχαν τη γνώμη, πως δεν μπορούσε να παρασχεθεί ανεπιφύλακτη υποστήριξη σ’ έναν πόλεμο, που διεύθυνε η φασιστική κυβέρνηση Μεταξά. Αργότερα ο Ν. Ζαχαριάδης υποστήριξε ότι η φράση «δίχως καμιά επιφύλαξη» αναφερόταν στον πόλεμο και όχι στον Μεταξά.

[13] Το πρώτο γράμμα κοινοποιήθηκε στις 31 Οκτώβρη 1940 και δημοσιεύτηκε στον τύπο 2 Νοέμβρη 1940. Το δεύτερο ανοιχτό γράμμα γράφτηκε από τον Ν. Ζαχαριάδη στις 26 Νοέμβρη 1940 στην «Προσωρινή Διοίκηση», μαζί με ένα άλλο κείμενο -«Σχέδιο Απόφασης του ΚΚΕ»- για να δημοσιευτούν στον «Ριζοσπάστη». Η «ΠΔ» τα παρέδωσε στη Γενική Ασφάλεια και το Β΄ γράμμα δεν δημοσιεύτηκε. Την ίδια τύχη είχε και το Γ΄ γράμμα που γράφτηκε στις 15 Γενάρη 1941 και δόθηκε να το μεταφέρει ο αποφυλακισθής φοιτητής Λιανόπουλος που ήταν κρατούμενος, στη φοιτητική οργάνωση του Κόμματος και της ΟΚΝΕ. Ο Λιανόπουλος δεν υλοποίησε την εντολή του Ζαχαριάδη… (Τμήμα Ιστορίας του  ΚΚΕ, ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο 1940-41, ό.π., σ. 137, 175, 195).

[14] Την «παλιά ΚΕ»  την αποτελούσαν οι Μ. Παπαγιάννης, Χ. Κανάκης (εκλεγμένα μέλη της Κ.Ε. από τη συνεδρίασή της του 1938 και εγκεκριμένα από τη ΚΔ) και ακόμα την συμπλήρωναν οι: Σταματία Βιτσαρά-Κτιστάκη, Βαγγέλης Κτιστάκης, Σπύρος Καλοδίκης, Παναγιώτης Σαντής, Γιώργης Ελληνούδης. Συνδεδεμένος με την «Παλιά ΚΕ» ήταν ο δημοσιογράφος και λόγιος Νίκος Καβούνης, ιδρυτής και καθοδηγητής της φοιτητικής-επιστημονικής κομμουνιστικής οργάνωσης «Αλήθεια». Την «παλιά ΚΕ» την καθοδηγούσε από το Σανατόριο «Σωτηρία» (πτέρυγα πολιτικών κρατουμένων) ο Νίκος Πλουμπίδης. (Τμήμα Ιστορίας του  ΚΚΕ, Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο 1940-41, ό.π., σ. 70-71).

[15] ΡΚΑ,απ.495, κ. 2,θ. 276, φλ.8. Γρηγόρης Φαράκος,  Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου, εκδ, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ.67.

[16] Το γράμμα αυτό δημοσιεύτηκε στον πλαστό «Ριζοσπάστη» της Προσωρινής Διοίκησης(Π.Δ.), που δημιούργησε ο υπ. Δημόσιας Ασφάλειας, Μανιαδάκης, αξιοποιώντας τον χαφιέδικο μηχανισμό από στελέχη του ΚΚΕ που «έσπασαν-δηλωσίες» και αποδέχτηκαν να παίξουν αυτόν το ρόλο, όπως οι Μ. Τυρίμος, Τηλέμαχος Μύτλας,, Δ. Κουτσογιάννης ή Δημητριάδης, Δ. Μαύρος ή Δημητριάδης, Δ Μαλιτσικιώτης, Πανόραμας (ψευδώνυμο), Γιάννης Μιχαηλίδης μέλος του ΠΓ, κ.ά.