Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Σαν σήμερα πριν 65 χρόνια ο Λαϊκός Στρατός απελευθέρωσε την Λάρισα.

«Ημέρα ιστορική η 23 Οκτωβρίου δια την πόλη μας. Αξέχαστη ημέρα .Φωτεινός επρόβαλε ο ήλιος της Ελευθερίας και εφώτισε την μαρτυρική Θεσσαλική πρωτεύουσα που είχε ξυπνήσει με τον χαρούμενο ήχο της καμπάνας που εσήμαινε το τέρμα της σκλαβιάς μας. Ελεύθερη πόλη η Λάρισα.». Αυτά έγραφε η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 23 Οκτώβρη του 1945, ένα χρόνο αργότερα από την μέρα της απελευθέρωσης της Λάρισας.
Ο λαός της Λάρισας πανηγυρίζει για την λευτεριά του. Η ναζιστική λαίλαπα αποτελεί πια παρελθόν. Οι ντόπιοι ριψάσπιδες, δοσίλογοι, ΕΑΣΑΔίτες ,τριεψιλίτες(ΕΕΕ), ταγματασφαλίτες, πατριδοκάπηλοι, που δολοφονούσαν μαζί με τον κατακτητή, είναι οι μόνοι που τρέμουν από την χαρά του λαού μας και προσπαθούν να κρυφτούν από την «δίνη της λευτεριάς».
 65χρόνια πέρασαν από την πιο λαμπρή μέρα της σύγχρονης ιστορίας της Λάρισας, που ο Λαϊκός Στρατός (ΕΛΑΣ) μπαίνει απελευθερωτής στους δρόμους της Λάρισας. Την μέρα αυτή που ο λαός μας πανηγύριζε στο σύνολό του, αναγνώριζε την δημιουργική ικανότητα του ΕΑΜ να οικοδομεί την ενότητα στη βάση του, στο λαό, για την παραπέρα εγκαθίδρυσης μιας ελεύθερης, λαοκρατούμενης Ελλάδας. Δυστυχώς λογάριαζαν χωρίς τον  «ξενοδόχο», την ξενοκρατία και την κλίκα των ριψάσπιδων αστών ηγετών και του βασιλιά, που απολάμβαναν τ’ «αργύρια» της εκδούλευσης και της υποτέλειας  στο ήσυχο Κάϊρο, Λονδίνο, κ.λ.π.
Να πως περιγράφει ο χρονογράφος ΟΛΥΜΠΙΟΣ στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 23 Οκτωβρίου 1945 με τίτλο «Σαν σήμερα», την μέρα της Απελευθέρωσης και την είσοδο του ΕΛΑΣ στη Λάρισα.
Νύχτα φριχτής αγωνίας. Την περνάμε όλοι ξάγρυπνοι. Η Λάρισα σείεται ολόκληρη. Οι Ούννοι εννοούν να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Και σαρώνουν τα πάντα. Περασμένα μεσάνυχτα και οι τρομακτικές εκρήξεις συνεχίζονται. Οι πύρινες γλώσσες που υψώνονται από τα πυρπολούμενα κτίρια φωτίζουν την πόλη. Στις γωνίες των δρόμων προβάλουν που και που οι τελευταίοι Γερμανοί που είχαν μείνει για  να βάλουν τις δυναμίτιδες. Κανείς όμως δεν ξέρει αν θα περάσουν και άλλοι. Κι αυτό είναι που μας κάνει να πνίγουμε την οργή μας και να λουφάζουμε. Κατά τις 2 με 2.30΄ δύο τρομοκρατικές εκρήξεις τραντάζουν την πόλη. Ήταν οι τελευταίες που σάρωσαν την γέφυρα του «Αλκαζάρ». Μια βδομάδα νωρίτερα τη γέφυρα αυτή την είχε τινάξει στον αέρα μια τολμηρή ομάδα των ανταρτών. Οι Γερμανοί την ξανάφτιαξαν και κείνη την νύχτα την ξεθεμελίωσαν κυριολεκτικώς μ’ ένα τεράστιο όγκο δυναμίτιδος. Ύστερα απ’ αυτή, μια δεύτερη μεγάλη έκρηξη. Μ’ αυτήν σαρώθηκε η γέφυρα της Γιάννουλης. Ήταν η τελευταία. Αυτή θα έγινε περίπου στις 2.30΄. Την ώρα ακριβώς εκείνη ένας καβαλλάρης περνούσε καλπάζοντας την οδό Βόλου. Ένα παράθυρο άνοιξε απ’ τ’ αντικρινό σπίτι και ένα γυναικείο κεφάλι πρόβαλε δειλά.
-Τι γίνεται; ρώτησε: Έλληνας είσαι ;
-Ναι, είμαι αντάρτης. Ξυπνήστε οι Γερμανοί φύγαν. Είστε ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!
Με δραματική αγωνία παρακολούθησα αυτή την στιχομυθία. Και όταν άκουσα την τελευταία λέξη άρπαξα το παλτό μου και πετάχτηκα στον δρόμο. Την ησυχία τάραξε μόνον ο καλπασμός του καβαλλάρη που είχε χαθεί πάνω, προς τη Δημοτική Αγορά. Ο κατηγορηματικός τόνος με τον οποίο άκουσα να μιλάει δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Κατευθύνθηκα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, πήρα μια πέτρα, σκαρφάλωσα στο καμπαναριό και άρχισα να χτυπάω την καμπάνα. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν και οι καμπάνες των άλλων εκκλησιών.
Το τι έγινε μετά τις πρώτες κωδωνοκρουσίες δεν περιγράφεται. Ο κόσμος πετάχτηκε από τα σπίτια τρελλός απ’ τη χαρά του, πλημμύρισε τους δρόμους και με δάκρυα στα μάτια άλλαζε φιλιά αναστάσεως. Τα παιδιά σχημάτισαν ομάδες και τραγουδούσαν τραγούδια αντάρτικα. Η πόλη ολόκληρη βούιζε. Κανείς δεν μιλούσε για τις τρομακτικές ζημιές που είχαν προκαλέσει οι εκρήξεις. Ό,τι πια περίμεναν ήταν οι αντάρτες. Οι γαλανόλευκες υψώθηκαν στις πόρτες.  Και όταν άρχισε να ροδίζει η αυγή, ολόκληρη η Λάρισα έπλεε μέσα σε ωκεανό εθνικών χρωμάτων. Την ίδια ώρα από το βάθος της οδού Βόλου φάνηκε μια ίλη ιππικού. Έρχονταν καλπάζοντας. Τα κορίτσια έστρωναν τον δρόμο με λουλούδια και όλος ο κόσμος ξεσπούσε σε ζητωκραυγές.
-Ζήτω οι αντάρτες μας.
Επικεφαλής της ίλης που πρώτη μπήκε στην Λάρισα ήταν ο ίλαρχος Λεωνίδας Ράπτης. Αυτός υπήρξε και ο πρώτος του φρούραρχος. Φορτωμένος αυτός και οι καβαλλαρέοι του από άνθη έφτασε στην πλατεία, κατέλαβε τα Στρατιωτικά καταστήματα και εγκατέστησε φρουρές. Αμέσως κατόπιν έμπαιναν απ’ όλους τους δρόμους πυκνές ομάδες Καβαλλάρηδων της Ταξιαρχίας Ιππικού. Στις 8 το πρωί έφθασε και ο διοικητής της Ταξιαρχίας Συν/ρχης Κασσάνδρας με τον καπετάνιο της  Μίμη Μπουκουβάλα και το επιτελείο των. Μαζί των έφτασε και η περιφερειακή επιτροπή του ΕΑΜ. Η υποδοχή που έγινε ήταν απερίγραπτη. Ολόκληρη η οδός των Έξ ήταν πλημμυρισμένη από χιλιάδες κόσμο.
Από το μπαλκόνι της Εθνικής Τραπέζης μίλησαν στα συγκεντρωμένα πλήθη οι αρχηγοί της Ταξιαρχίας και του ΕΑΜ. Και μετά τις ομιλίες ο κόσμος γιόρτασε την απελευθέρωσή του με εκδηλώσεις απερίγραπτης χαράς.
Την ημέρα εκείνη η πολυδοκιμασμένη Λάρισα είχε ξεχάσει τα πένθη της, τις λαχτάρες της, τα αίματα που έβαψαν τους δρόμους της και χαιρότανε την λευτεριά της. 

Από το προσωπικό αρχείο του Μπάρμπα Δημήτρη (Τάκη) Δημοσιεύτηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.