Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Έρωτας στα χρόνια της κατοχής. Μια όμορφη εβραιοπούλα και ένας λεβέντης κομμουνιστής

Βασίλης Κανάκης

 

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσοι κατατρεγμοί και αν ακολουθήσουν, όσες εξοντώσεις και αν υπάρξουν, ο Άνθρωπος με το Α κεφαλαίο θα επιζεί και θα νικάει.

Όσο τα κτηνόμορφα όντα που κατ’ επίφαση λέγονται άνθρωποι, σκορπούν τρόμο, πόνο, δηλητήριο, τόσο και θα φυτρώνει και θα φουντώνει το δέντρο της Αντίστασης, της Ομορφιάς, του Ευγενικού και του Ωραίου, καθώς θα δυναμώνει τα κλαδιά της Λευτεριάς.

Η ίδια η ζωή χωρίς βερμπαλισμούς, χωρίς δύσληπτες καταστάσεις, γεννάει το νέο αύριο μέσα από τον επώδυνο τοκετό του αγώνα για Κοινωνικά Απελευθέρωση.

Η σημερινή μέρα φέρνει στο νου μας πολλά τραγικά γεγονότα,  πολλές μοναδικές ιστορίες ανθρώπινες και πολλούς ανεκπλήρωτους πόθους και οράματα.

Η Ιστορία που θα περιγράψουμε είναι μια τέτοια, γεμάτη ανεκπλήρωτους αγώνες, πόθους, Οράματα. Μεγαλώσαμε με τις αφηγήσεις των μεγαλύτερων για τα γεγονότα της αντίστασης και ανάμεσά τους ξεχώριζε αυτή, γιατί είχε πολλά ιδιαίτερα στοιχεία που μας κέντριζαν την περιέργεια και δημιουργούσαν άπειρα ερωτήματα.

Η Ανταρτομάνα Θεσσαλία στην περίοδο της Κατοχής, με την μεγάλη Αντίσταση του ΕΑΜ, αποτελεί μια από τις περιφέρειες που διέσωσε τις περισσότερες Εβραϊκές οικογένειες. Πρωτοπόροι σ’ αυτήν την διαδικασία οι κομμουνιστές που έτσι κι αλλιώς αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά του αντάρτικου κινήματος, ειδικά στη Θεσσαλία.

 Από τη Λάρισα οι οικογένειες διασκορπίστηκαν στα ημιορεινά και τα ορεινά κυρίως χωριά της περιοχής προστατευμένες από τις οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Μια τέτοια οικογένεια – του Σαλέμ - εγκαταστάθηκε στους Γόννους (Δερελή), που βρίσκεται πέρα από τον Πηνειό, στους πρόποδες του Όλυμπου. Η περιοχή αυτή ήταν από της πρωτοπόρες στην Αντίσταση, με έναν πολύ μεγάλο αριθμό ανταρτών και μαζική συμμετοχή των υπολοίπων κατοίκων, μεγάλων και μικρών, ανδρών και γυναικών στις Αντιστασιακές οργανώσεις. Σ’ αυτές εντάχθηκαν σταδιακά και οι φιλοξενούμενοι καταδιωκόμενοι που ζούσαν στο χωριό.

Οι νέοι και οι νέες ζούσαν μια έξαρση συμμετοχική, συντροφική και επαναστατική. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ήταν φυσικό, όπως σ’ όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις να γεννηθούν και σχέσεις συναισθηματικές.

Αλλά δώσουμε την αφήγηση του μακαρίτη πλέον, Ζήση Παπαδημητρίου, όπως γράφτηκε τον Οκτώβρη 2003, στην εφημερίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Γόννων που έβγαινε τότε.

«Είχα ακούσει πολλά γι’ αυτόν τον ήρωα, όντας ακόμα μικρό παιδί στους Γόννους, όταν οι μεγάλοι διηγούνταν ιστορίες, γεγονότα και περιστατικά από την Αντίσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο.

Ένιωθα πάντα μια παράξενη συμπάθεια για όλους εκείνους που αγωνίστηκαν για το καλό του τόπου. Πέρασαν έκτοτε πολλά χρόνια της ξενιτιάς, χρόνια αγώνων και προσωπικών θυσιών, όταν επιστρέφοντας στην Ελλάδα και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη, γνώρισα τυχαία, μέσω μιας φίλης, το γιο του Βασίλη Κανάκη, το γιατρό Νίκο Σαλέμ, καρπό ενός φλογερού έρωτα στα χρόνια της κατοχής ανάμεσα στον πατέρα του και μια πανέμορφη Εβραιοπούλα, που βρέθηκε στην περιοχή μας για να γλιτώει από τους διωγμούς και την κτηνωδία των Γερμανών.

Ο Βασίλης Κανάκης γεννήθηκε στους Γόννους κι από πολύ νωρίς προσχώρησε στο επαναστατικό κίνημα της χώρας μας. Το 1935, μαζί με άλλους προοδευτικούς νέους, συμμετείχε στην ίδρυση του πρώτου Πολιτιστιστικού Συλλόγου του Χωριού, ο οποίος μεταξύ άλλων, έκτισε και την εκκλησία της Παναγίας στο Τσικιλέκι.

Στην Κατοχή όντας στέλεχος του Κομμουνιστικού κόμματος Ελλάδας, αλώνιζε με το ψευδώνυμο «Ολυμπίτης» κυριολεκτικά την ύπαιθρο, στήνοντας στα χωριά του κάμπου της Λάρισας αλλά και της Επαρχίας Τυρνάβου αντιστασιακές οργανώσεις, που έμελε να παίξουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην Αντίσταση κατά των κατακτητών. Απόλυτα αφοσιωμένος στον αγώνα για την λευτεριά δεν άργησε να αναδειχτεί σε δυναμικό στέλεχος και γραμματέας της επαρχιακής επιτροπής του Κόμματος.

Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, πιάστηκε στο χωριό Κοιλάδα της Λάρισας και βασανίστηκε απάνθρωπα. Σε άθλια κατάσταση τον μετέφεραν στις φυλακές της Λάρισας. Με την αποφυλάκισή του πήρε και πάλι το δρόμο του αγώνα. Όταν στις 17 Ιουλίου 1946 οι «Σουρλικοί» επετέθηκαν στους Γόννους, εξαπολύοντας όργιο βίας σε βάρος των αριστερών, τα ανθρωπόμορφα κτήνη συνέλαβαν τη γυναίκα του Βασίλη Κανάκη, μαζί και το μικρό γιο Νίκο, ηλικίας μόλις ενός έτους και απειλούσαν να τους εκτελέσουν, πιστεύοντας πως με τον τρόπο αυτό θα εξαναγκάσουν τον ίδιο να παραδοθεί. Δεν μπόρεσαν ωστόσο να ολοκληρώσουν το εγκληματικό έργο, γιατί δέχθηκαν την επίθεση τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (Δ.Σ.Ε.), με αποτέλεσμα να τραπούν σε άτακτη φυγή, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς.

Κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου ο Βασίλης Κανάκης αναδείχθηκε σε λοχαγό Πολιτικό Επίτροπο του Δ.Σ.Ε. και αγωνίστηκε ηρωικά μέχρι και την υποχώρηση…»[1].

Για το ηρωικό, αλλά το τραγικό και επώδυνο τέλος του, έχουμε τις μαρτυρίες δύο συντρόφων του που ήταν μαζί, μέχρι που άφησε και την τελευταία πνοή του.

Ο επικεφαλής της Ομάδας που στάλθηκε για να βγάλει τους αποκομμένους από τον Όλυμπο στην Αλβανία, μετά την κατάρρευση του Γράμμου και του επίσημου  τέλους του εμφυλίου, ήταν ο Βασίλης Κοκκινόπουλος[2], κι αυτός από τους Γόννους.

«Η αποστολή συγκέντρωσης των «αποκομμένων» άρχισε τέλη Νοέμβρη και αρχές Δεκέμβρη ξεκινήσαμε 39 αντάρτες…

Η διαδρομή ήταν όλο εμπόδια, μα το σοβαρότερο ήταν η πείνα και η παγωνιά. Περνούσαμε μέσα από ποτάμια γιατί τα γεφύρια ήταν πιασμένα από τον αστικό στρατό, βρεγμένοι συνεχίζαμε πορεία στο χιόνι που έπεφτε για να χάνονται τα ίχνη και όλα αυτά νηστικοί…

Φτάσαμε στη Γράμμουστα, εκεί χάσαμε καναδυό στον πάγο.

Το κακό ήταν, ότι δεν είχαμε καλές πληροφορίες (οδηγό), κοντά στα σύνορα δεν είχαμε πληροφορίες από πού να περάσουμε πιο εύκολα και σύντομα. Είχαμε έναν Σ… από την Πουλιάνα που μας υποσχέθηκε πως άμα φτάσουμε στο Γράμμο «ξέρω καλά» και δεν ήξερε τίποτα. Δεν είναι ότι είχε δειλιάσει, αλλά δεν ήξερε, τα ‘χασε. Όταν φτάσαμε στη Γράμμουστα και μας λέει πως σε μισή ώρα περνάμε μέσα και ‘μεις κάναμε δέκα ώρες. Ήταν Δεκέμβρης  στις κορυφές που βγήκαμε 2.500 μέτρα, πατούσες κάτω και έτριζε και έσπαζε ο πάγος και νηστικοί. Εκεί έμεινε ο Κανάκης ο Βασίλης μαζί μ’ έναν Κώστα τον έλεγαν.. και μείνανε από την πείνα και την ψύξη… Κι απ’ ότι τελικά αργότερα είδα, από το χωριό Γράμμουστα προς τα σύνορα αν πηγαίναμε λίγο δεξιότερα σε δυο ώρες, σε μιάμισυ ώρα, έβγαινες, χωρίς να χρειαστεί να βγούμε στις κορυφές επάνω 2.500 μέτρα που αυτό μας κόστισε σε ζωές, από το κρύο και την πείνα…».

Η δεύτερη αφήγηση είναι του Γιάννη Χατζή «Βούρλου», από τους Γόννους.

«9η Μέρα. Ξεκινήσαμε μέρα, ήθελε 2-3 ώρες να νυχτώσει. Κατεύθυνσή μας η Αλβανία. Ήταν η τελευταία μέρα που βρισκόμασταν σε Ελληνικό έδαφος. Ένοιωθα κάπως περίεργα, χαρά που θα γλύτωνα τις ταλαιπωρίες και τη ζωή μου, λύπη που άφηνα τα χώματα της αγαπημένης μας πατρίδας και δεν ήξερα πότε θα την ξαναδώ. Περάσαμε το Λιανοτόπι και φθάσαμε στον Αλιάκμονα, γέφυρα δεν υπήρχε αλλά κι αν υπήρχε θα την είχε πιασμένη ο στρατός. Εμείς υποχρεωτικά έπρεπε να περάσουμε μέσα από το νερό. Ευτυχώς το ποτάμι δεν είχε πολύ νερό, περάσαμε απέναντι μούσκεμα και πήραμε μια ατελείωτη ανηφόρα μέχρι τα σύνορα. Κρύο πολύ και χιόνια πολλά, βούλιαζαν τα πόδια μας μέσα και με δυσκολία μεγάλη κάναμε βήματα. Εκεί σ’ αυτή τη χιονισμένη και παγωμένη πλαγιά μας ξεπάγιασαν πέντε σύντροφοι αντάρτες, ο Βασίλης Κανάκης του Ν. από τους Γόννους, ο Γιώργος Μπότσος από τη Μπάκραινα και τρεις άλλοι που δεν θυμάμαι πλέον τα ονόματά τους. Ο Βασίλης Κανάκης ήταν πολιτικό στέλεχος του ΚΚΕ, ξεψύχησε στα χέρια μου, τα τελευταία λόγια του ήταν «όταν γυρίσετε στους Γόννους να πείτε πως πέθανα για το ΚΚΕ», ο Γιώργος Μπότσος στα τελευταία του λόγια είπε, «θα ανάψω μια ατομική φωτιά». Τους αφήσαμε εκεί νεκρούς και τους πέντε, δεν ήταν δυνατόν να τους θάψουμε, ούτε εργαλεία είχαμε, ούτε και κουράγιο και το χιόνι ήταν πάρα πολύ. Ούτε τα όπλα τους πήραμε. Με μεγάλη δυσκολία κουβαλούσαμε τα δικά μας άρματα. Με πολύ κόπο, θλίψη για το χαμό των πέντε συντρόφων μας και αγωνία συνεχίσαμε την πορεία μας στην ανηφόρα μέσα στα χιόνια και επί τέλους κάποια στιγμή βγήκαμε πάνω στη ράχη.

Εκεί βρήκαμε κάτι καλύβια που συνδέουν τα φυλάκια και από κει καταλάβαμε ότι είχαμε φτάσει στα σύνορα…»[3]

Ένα μεγάλο γιατί από μικρό με βασάνιζε, γιατί να μη τα καταφέρει στα τελευταία μέτρα; Ποια είναι τα ανθρώπινα όρια της αντοχής; Το παιδί του δεν θα τον γνώριζε και δεν θα μπορούσαν να σφιχταγκαλιαστούν ο πατέρας, ο γιος του και η όμορφη εβραιοπούλα.

Το μόνο που με παρηγορούσε πως θα μπορούσα να μεταφέρω στους νεότερους χωριανούς μου και όχι μόνο είναι πως οι τελευταίες αυτές λέξεις κρύβουν δίψα, πάθος, αξίες και αγάπη για ζωή. Να ένας ακόμα δικός μας άγιος που πέθανε «για το ΚΚΕ» και την Κοινωνική Απελευθέρωση. Μας το είπαν Βασίλη, μας μετέφεραν το μεγαλείο σου, το έμαθε και ο γιός σου…



[1] «ΝΕΑ ΤΩΝ ΓΟΝΝΩΝ», Αριθμός φύλλου 98, Οκτώβρης 2003.

[2] Η συνέντευξη του Βασίλη Κοκκινόπουλου πάρθηκε στις 8.3.2011 και δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

[3] Γιάννη Χατζή, Ο ΒΟΥΡΛΟΣ ένας αντάρτης θυμάται, Λάρισα 2000, σ 137-138.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου