Μια άγνωστη
μικρή ιστορία «ξετυλίχτηκε μπροστά» μου, τεράστια όμως σε συμβολισμό για την αδάμαστη
ανθρώπινη δύναμη που πιστεύει στις πανανθρώπινες αξίες, κατά το πρόσφατο «προσκύνημα» - οδοιπορικό μνήμης και
υπόσχεσης, για συνέχιση του ατέλειωτου αγώνα, που πραγματοποιήσαμε με την Ομάδα
Μελέτης Ιστορίας Κοινωνικών Αγώνων στη Μακρόνησο, στις 20 Μάη 2018.
Περνώντας από την περιοχή του Α΄Ε.Τ.Ο.
[Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών], ψάχνοντας με το διψασμένο βλέμμα μου για να εντοπίσω
κάτι ξεχωριστό, βρήκα μια συστάδα από χαμηλά πεύκα και έκατσα στον ίσκιο τους
για να πάρω μια ανάσα. Σκύβοντας, βλέπω στο βάθος της συστάδας έναν σταυρό σε
έναν «τάφο»
από πέτρες. Η έντονη περιέργεια μ’ έκανε να τον πλησιάσω γεμάτος
απορία.
«ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΑΜΠΑΤΑΚΟΣ ΕΤΩΝ 27
ΕΔΩ ΞΕΨΥΧΗΣΕ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΣΑΝΗΣΤΗΡΙΑ
ΤΗΝ ΑΥΓΗ 6-8-49
ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΤΟΥ Χ.Σ.»
Συγκλονίστηκα!!!
Βρίσκομαι σε ένα σημείο, όπου άφησε ένας
«τιτάνας» του λαϊκού μας κινήματος την τελευταία του αναπνοή από τα
βασανιστήρια των κτηνανθρώπων δημίων.
Με πλημμυρίζει ένα παράξενο οξύ
συναίσθημα χαρμολύπης που αναδύει την χαρά της «τυχαίας» ανακάλυψης, αλλά και
την θλίψη για τον τόπο του μαρτυρίου του νεαρού Γιώργη Σαμπατάκου.
Όλα αυτά σ’ έναν τόπο όπου ξέρω πως σε
κάθε σπιθαμή του εξελίχτηκαν φριχτά, δραματικά, μαρτυρικά, κτηνώδη γεγονότα,
που δεν τα βάζει ανθρώπου νους.
Η ιστορία αυτού του ήρωα, αλλά και η
διακριτικότητα του συντρόφου του με τα αρχικά Χ.Σ. με κέντρισε ακόμα
περισσότερο την περιέργεια για να μάθω περισσότερα.
Στάθηκα «τυχερός» στην ερευνητική μου
προσπάθεια και μοιράζομαι μαζί σας την συγκλονιστική αυτή ιστορία, όπως την
αφηγείται ο σύντροφός του Χ.Σ., που είναι ο Χρήστος Σωφρονάς, που μέσα από την δική του ιστορία ξετυλίγεται
και η παράλληλη ιστορία του Γιώργη Σαμπατάκο:
«Το τελευταίο δεκαήμερο του
Ιουλίου του 1949, η διεύθυνση του τάγματος μας έδωσε ένα τετρασέλιδο έντυπο,
με την εντολή να το συμπληρώσουμε και στη συνέχεια να το παραδώσουμε, μετά από
δύο ημέρες. Διαβάσαμε το έντυπο και είδαμε ότι μετά τα τυπικά στοιχεία, μας
ζητούσαν ένα βιογραφικό σημείωμα και να απαντήσουμε σε ορισμένες ερωτήσεις.
Μία από αυτές έλεγε: «Τι γνώμη
έχεις για τον κομμουνισμό;» Η ερώτηση αυτή ήταν μια καθαρή παγίδα … Έτσι, στην
ερώτηση αυτή, συμπληρώσαμε: «Δεν έχω υποχρέωση να απαντήσω» ή «Δεν έχω καμία
γνώμη».
Σε δύο ημέρες παραδώσαμε τα
έντυπα, ξέραμε, όμως, ότι δεν είχαμε τελειώσει. Είχαμε καταλάβει το σκοπό τους
και περιμέναμε την αντίδρασή τους με αγωνία.
Πέρασε σχεδόν μια βδομάδα
ψυχοφθόρας προσμονής και στις 5 Αυγούστου, παραμονή της Μεταμορφώσεως του
Σωτήρος, ένα γεγονός έμελλε να βάλει τη σφραγίδα του στη ζωή του κλωβού μας.
Το απόγευμα, μία ομάδα του Σύρματος, στην οποία ανήκα κι εγώ, δούλευε στην
κατασκευή των φούρνων και με κασμάδες ανοίγαμε λάκκους στο σκληρό χώμα για τα
πέδιλα του κτιρίου … Ένας Αλφαμίτης φωνάζει μερικά ονόματα, που μέσα σ' αυτά ήταν
και το δικό μου, επανέλαβε πάλι τα ονόματα …Τα ονόματα που φώναξε ήταν:
Σαμπατάκος
Γιώργος
Σωφρονάς
Χρήστος
Στυλιανός
Δημήτρης
Στατήρης
Νικήτας
Τσολακίδης
Νίκος
… Τέσσερις Αλφαμίτες μας έβαλαν
στη μέση και μας πήγαν στο παράπηγμα, που βρισκόταν περί τα εκατό μέτρα
βορειότερα … Πρώτα φώναξαν το Νικήτα, που μπήκε μέσα και η πόρτα έκλεισε. Η
αγωνία μας είχε κορυφωθεί.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και ακούσαμε
βλαστήμιες, αναποδογυρίσματα καθισμάτων και γδούπους. Μετά όλα σταμάτησαν και
δεν ακουγόταν τίποτα, ενώ στο διάστημα αυτό προσπαθούσαμε να αυτοσυγκεντρωθούμε
-σε τέτοιες στιγμές η αυτοσυγκέντρωση βοηθάει την πίστη και επομένως το κουράγιο-
για να αντιμετωπίσουμε τις εξελίξεις.
Σχεδόν μισή ώρα αργότερα άνοιξε η
πόρτα και φάνηκε ο ίδιος Αλφαμίτης, ενώ η αγωνία μας όλο και μεγάλωνε,
περιμένοντας να ακούσουμε το επόμενο όνομα. Ο Αλφαμίτης φώναξε: «Να περάσει ο
Σωφρονάς.»
Πρόλαβα μόνο να κοιτάξω τα άλλα
παιδιά, σαν να ήθελα να δώσω και ταυτόχρονα να πάρω κουράγιο. Στα ελάχιστα
δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν, ο Αλφαμίτης βρέθηκε πίσω μου και με μια κλοτσιά
μ' έκανε να πέσω μπρούμυτα, μπροστά από ένα τραπέζι, που πίσω του καθόταν
χαμογελαστός, γεμάτος ειρωνεία ο διοικητής του 2ου Γραφείου. Μέσα στο γραφείο
βρίσκονταν 6 Αλφαμίτες οπλισμένοι, κρατώντας στα χέρια τους τα σύνεργα
ξυλοδαρμού και έτοιμοι να πέσουν πάνω μου μ' ένα νεύμα του διοικητή τους. Σε
λίγο άνοιξε η πόρτα του διπλανού δωματίου και έκαναν την εμφάνισή τους και
άλλοι Αλφαμίτες, ενώ μέσα από το δωμάτιο ακούγονταν συνεχή χτυπήματα και
βογκητά του Νικήτα. Αργότερα έσυραν τον Νικήτα στο γραφείο του διοικητή, με
παραμορφωμένο το πρόσωπο, που κούτσαινε και κρατούσε στα χέρια του τα σπασμένα
γυαλιά μυωπίας. Στην κατάσταση αυτή τον πέρασαν σ' ένα τρίτο γραφείο. Με το
πέρασμα του Νικήτα -σε κακό χάλι- από δωμάτιο σε δωμάτιο, ήθελαν να μου δείξουν
τι με περίμενε …
Όταν έφτασα μπροστά στο στον
διοικητή του 2ου Γραφείου, σαν λυσσασμένος αναποδογύρισε το γραφείο, έκανε πίσω,
άρπαξε ένα συρματόσκοινο και μου κατάφερε μερικά χτυπήματα, δίνοντας εντολή να
με αποτελειώσουν. Σε συνέχεια όλοι μαζί οι Αλφαμίτες έπεσαν πάνω μου και με
λιάνισαν, προσπαθώντας ο καθένας να δείξει υπέρμετρο ζήλο στο διοικητή του.
… Και απευθυνόμενος στους
τέσσερις Αλφαμίτες, που μας είχαν συνοδέψει στο 2ο Γραφείο, τους είπε: «Πάρτε
τον και να μου τον φέρετε με αλλαγμένο το μυαλό.»
Τότε αυτοί με κλοτσιές με πέταξαν
έξω από το γραφείο και βρέθηκα πεσμένος στα πόδια των τριών συναγωνιστών μου,
που με ζωγραφισμένο τον τρόμο στα πρόσωπά τους προσπάθησαν να με σηκώσουν.
Επεμβαίνοντας, όμως, οι Αλφαμίτες μ' έκαναν σηκωτό και με σπρωξιές μ' έβγαλαν
έξω από το παράπηγμα.
Τη συνέχεια της απάνθρωπης
«ιεροτελεστίας» στο γραφείο με τα άλλα παιδιά, ευτυχώς δεν την έζησα, αλλά ο
καθένας μπορεί να φανταστεί.
Η διοίκηση στην προσπάθειά της
να εξαφανίσει τον κλωβό -έτσι που να μην υπάρχει παράδειγμα προς μίμηση σε
μελλοντικές αποστολές- αποφάσισε να εφαρμόσει το πείραμα αυτό. Σκέφτηκε,
λοιπόν, να βγάλει μια πεντάδα, να ρίξει πάνω της ολόκληρο το μηχανισμό
βασανισμού και να κατορθώσει να τη σπάσει. Από κει και πέρα, όπως υπολόγιζε, τα
πράγματα θα γίνονταν πιο εύκολα γι' αυτή και πιο δύσκολα για το Σύρμα. Έπρεπε,
λοιπόν, να μην αποτύχει.
Όταν με έβγαλαν από το παράπηγμα
κατάλαβα ότι θα με πήγαιναν στο εφιαλτικό πειθαρχείο, γιατί μ' έσπρωχναν
ανατολικά. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός - σωστός Γολγοθάς για όσους τον
περπάτησαν. Έτσι και το περπάτημά του το είχαν επιστημονικά σχεδιάσει. Δύο
Αλφαμίτες πήγαιναν μπροστά και δύο πίσω, ενώ εμένα με είχαν βάλει στη μέση, οι
πισινοί με χτυπούσαν με τα ραβδιά τους, ο ένας στην πλάτη και ο άλλος στα
πόδια, με αποτέλεσμα να πέφτω μπρούμυτα, τότε οι μπροστινοί γυρίζοντας μου πατούσαν
τα δάχτυλα των χεριών με τις αρβύλες τους κι όταν τα κατάφερνα να σηκωθώ,
επαναλαμβάνονταν τα ίδια. Έτσι, πότε όρθιος πότε μπουσουλώντας, έφτασα στο
πειθαρχείο. Ο χώρος ήταν περιφραγμένος με αγκαθωτές κουλούρες σύρμα και μέσα
σ' αυτόν ήταν στημένα 3-4 αντίσκηνα, ατομικά. Από το μέρος αυτό δε φαινόταν
τίποτα άλλο από πέτρες, αφάνες, σκίνα και ένα κομμάτι ουρανού. Δε σε άκουγε
ούτε ο Θεός.
Στην πόρτα με υποδέχτηκε άλλη
ομάδα βασανιστών, που με τους τέσσερις έπεσαν επάνω μου. Κατά διαστήματα
λιποθυμούσα και με συνέφερναν με κουβάδες νερού, που μου 'ριχναν στο πρόσωπο
από βαρέλια γεμάτα νερό, που είχαν κοντά στην πόρτα για το σκοπό αυτό.
Το
σχέδιο βασανισμού το εφάρμοζαν με ακρίβεια.
Όταν χτυπούσαν το θύμα τους το
άφηναν λίγο διάστημα που πάγωνε και οι πόνοι μεγάλωναν, ενώ το κορμί άρχιζε να
μελανιάζει και να πρήζεται στα χτυπημένα μέρη. Μετά περνούσαν το θύμα τους από
νέα δοκιμασία και διαρκώς του έλεγαν: «Θα κάνεις δήλωση;» Για να αντισταθεί το
θύμα έπρεπε να μπορεί ν' αντέξει τους νέους πόνους που θα ήταν πολύ χειρότεροι
από τους προηγούμενους, αφού τα χτυπήματα δίνονταν πάνω στα μελανιασμένα μέρη,
ενώ το πρησμένο δέρμα άρχιζε ν' ανοίγει και να πετάγεται αίμα. Ετσι, το κορμί
γινόταν βαρύ και με δυσκολία ο χτυπημένος μπορούσε να κινεί τα μέλη του. Το
στόμα γινόταν θεόξερο, το λαρύγγι στέγνωνε, το στήθος ανεβοκατέβαινε στην
προσπάθειά του να βγάζει μισές ανάσες και η φωνή λιγόστευε, ενώ η δίψα γινόταν
ανυπόφορη.
Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να γλείψω
-αναδεύοντας την κατάξερη γλώσσα μου-το νερό που κυλούσε στο πρόσωπο μου, όταν
μου το 'ριχναν για να με συνεφέρουν. Στη σκέψη ότι αυτό θα συνεχιζόταν, μια
έμμονη ιδέα κυριαρχούσε μέσα μου, το πώς θα κατάφερνα να μην υπάρχω.
Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, του
τέταρτου ξυλοδαρμού -και όταν ο ήλιος πλησίαζε να πέσει- ένας Αλφαμίτης
γονάτισε και μου είπε: «Ρε Σωφρονά, πάρ' το χαμπάρι, δεν πρόκειται να βγεις
ζωντανός από δω. Άλλωστε οι άλλοι, κάτω στο 2ο Γραφείο, καθάρισαν. Τι
περιμένεις λοιπόν;» Ταυτόχρονα μου πίεζε το κεφάλι στο χώμα.
… Σ' όλο αυτό το διάστημα -όπως
μου είπαν πολύ αργότερα- χτυπούσαν τους τρεις συντρόφους μου στο 2ο Γραφείο,
περιμένοντας από το πειθαρχείο το αποτέλεσμα σχετικά με τη στάση τους και
διαρκώς τους έλεγαν: «Τι περιμένετε, ο Σωφρονάς καθάρισε.» Αφού, λοιπόν, δεν
κατάφερναν τίποτα, αποφάσισαν να τους φέρουν στο πειθαρχείο. Σε κάποια στιγμή
άκουσα άγριες φωνές και χτυπήματα. Τη στιγμή εκείνη έφερναν, σχεδόν σέρνοντας,
τα τρία παιδιά από το 2ο Γραφείο. Η εμφάνισή τους μου 'δωσε κουράγιο και
θυμάμαι ότι ήμουν έτοιμος να δεχτώ μαζί τους τις αναμενόμενες δοκιμασίες. Στα
τρία παιδιά επιφύλαξαν την ίδια υποδοχή, ενώ ιδιαίτερο μίσος έδειχναν στον
Γιώργο Σαμπατάκο -είχε πολλές φορές παλιότερα κοντραριστεί μαζί τους- που ήταν
ένας άξιος αγωνιστής, γεμάτος σεμνότητα και καλοσύνη, ήταν ένας από τους 45
στρατιώτες που είχαν μείνει χωρίς υποχώρηση από τα ματοβαμμένα γεγονότα. Ήταν
φοιτητής της Ανώτατης Εμπορικής Σχολής, στέλεχος της ΕΠΟΝ.
Αρχισε πια να νυχτώνει και
ξανάρχισαν. Βρισκόμασταν κυριολεκτικά στα νύχια των χασισομένων θεριών. Ο μόνος
μάρτυρας των στιγμών ήταν το αυγουστιάτικο φεγγάρι που βρισκόταν στη γέμιση
και που άρχιζε να ανεβαίνει σιγά-σιγά. Όρθιοι πια δεν μπορούσαμε να σταθούμε
και αυτοί σαν ύαινες έπεφταν πάνω στα αδύναμα κορμιά μας και τα γεμάτα αίματα,
για να τα κατασπαράξουν.
Όπως ήμασταν πεσμένοι χάμω μας
ποδοπατούσαν και από το βάρος τους μαζί με το συγκύλισμα που μας έκαναν τα
χαλίκια και τα πλέγματα από τα αγκαθωτά σύρματα που είχαν ρίξει στο χώμα, μας
τρυπούσαν τα κορμιά και τα μάτωναν. Για να κάνουν καλύτερα τη «δουλειά» τους
φώτιζαν τα κορμιά μας με φακούς, που τα αναβοσβήματά τους έμοιαζαν σαν κεραυνοί
στο σκοτάδι και συντελούσαν πολύ στο σπάσιμο των νεύρων μας. Κατά διαστήματα
μας έριχναν νερό και συνερχόμασταν. Αυτό ανακατευόταν με το αίμα που κυλούσε
από τις πληγές του προσώπου, έφτανε στα χείλη μας με υπό- γλυκια γεύση.
Θυμάμαι, σαν σε όνειρο, ότι μας
έσυραν σ' έναν κατηφορικό δρόμο, που αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν ο ίδιος
ανηφορικός δρόμος, που οδηγούσε στο πειθαρχείο, μας έβαλαν σ' ένα κτίριο και
έπεσαν πάνω μας πολλοί, πάρα πολλοί. Μας γύρισαν πάλι στο πειθαρχείο και
συνέχισαν. Ήμασταν πια ανήμποροι να φυλαγόμαστε από τα χτυπήματά τους, δεν
μπορούσαμε να σειστούμε από τη θέση μας. Οι βασανιστές με κλοτσιές και ραβδιές
μας στρίμωχναν κάτω από τα αγκαθωτά σύρματα, που νιώθαμε να μας τρυπούν τις
σάρκες, ενώ ταυτόχρονα μας έσερναν πάνω σ' αυτά. Τα μάτια μας θολά έβλεπαν το
φεγγάρι και το παρακαλούσαμε να βασιλέψει γρήγορα για να χαράξει. Το σκοτάδι με
τα αγρίμια γίνεται πιο σκιαχτερό. Τα κορμιά μας, σε κάποια στιγμή τα
αντιληφθήκαμε γυμνά. Φαίνεται πως έβγαλαν τα ρούχα μας τις ώρες που χάναμε τις
αισθήσεις μας. Σε κάποια στιγμή ένιωσα το κορμί μου πασπαλισμένο με ακαθαρσίες
μου. Δεν το είχα καταλάβει...
Καθένας περνούσε το μαρτύριο
μόνος του. Δεν μπορούσαμε να βλεπόμαστε, ούτε ξέραμε εάν είμαστε όλοι μαζί. Θυμάμαι μόνο ότι σε κάποια στιγμή
βρεθήκαμε κοντά με τον Γιώργο -άκουγα το κοντανάσαιμά του- κάτω από τα Σύρματα.
Ψηλαφιστά δώσαμε τα χέρια και τα σφίξαμε. Εκείνη τη στιγμή άκουσα πολύ
ξεψυχισμένα κάτι να μου λέει. Το μόνο που ξεχώρισα ήταν, «κουράγιο», ενώ το φεγγάρι πήγαινε να
βασιλέψει.
Είχε χαράξει πια, για καλά, όταν
είδα μπροστά μου όλες τις ανταύγειες του κόσμου και μετά σκοτάδι. Όπως μου
είπαν αργότερα, που είχαν κάπως συνέλθει, ο Γιώργος ξεψύχησε, ο Δημήτρης έπαθε
αφωνία και ο Νίκος έπαθε ζημιά στην κύστη.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΑΜΠΑΤΑΚΟΣ |
Όταν έφυγα από το Α.Ε.Τ.Ο. … Πριν
ξεκινήσουμε κοίταξα, για τελευταία φορά, τη χαράδρα και το τάγμα, ενώ ανάμικτα
συναισθήματα πλημμύρισαν την ψυχή μου. Άφηνα πίσω μου ένα κομμάτι από μένα και
τους συντρόφους μου, που τόσο είχα αγαπήσει. Τα μάτια μου αγκάλιασαν τις γύρω
πλαγιές και σταμάτησαν στη θέση του πειθαρχείου, εκεί που ο Γιώργος άφησε την
τελευταία του πνοή, τα χαράματα της 6ης Αυγούστου, ανήμερα του Σωτήρος.
Οι κακούργοι του είχαν κόψει το
νήμα της ζωής, μέσα σε αφόρητους πόνους. Στη θύμηση αυτή μου 'ρθε ένας λυγμός
και το κορμί μου συνταράχτηκε.»
Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία
του συντρόφου του νεαρού ΕΠΟΝίτη Γιώργου Σαμπατάκου, που μας δείχνει το μεγαλείου ψυχής αυτού του
παλικαριού, αφού ενώ ξεψυχούσε η τελευταία του λέξη ήταν «κουράγιο». Λέξη αλληλεγγύης, εμψύχωσης,
αγωνιστικής συνέπειας και συνέχειας. Μια λέξη που μόνο από ένα παλληκάρι, λαϊκός
και κοινωνικός αγωνιστής, ένας αλτρουιστής, ένας κομμουνιστής μπορεί να
αρθρώσει … την ώρα που αφήνει την τελευταία του πνοή.
Αυτό το ανθρώπινο μεγαλείο το
απέδωσε θαυμάσια ο φιλόσοφος και πολιτικός στοχαστής, αντιστασιακός,
πανεπιστημιακός δάσκαλος, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και πρώην υπουργός Παιδείας, Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος: « …
Τέλος αν πρόκειται να βαθμολογήσω ηθικά τις ομάδες ανθρώπων όσες έχω - συναναστραφεί
στη διάρκεια της ζωής μου, θα βαθμολογήσω με άριστα δίχως
δισταγμό εκείνους που συμμερίστηκαν τη δοκιμασία της Μακρονήσου, ιδιαίτερα
όσους γνώρισα καλύτερα, επί ενάμιση χρόνο και πλέον, στο συρματόφρακτο λεγόμενο
«κλωβό» του Α΄ Τάγματος. Όλοι σχεδόν
είχαν εξαίρετο ήθος: καρτερία και ταπεινοφροσύνη, ανιδιοτέλεια και
αλληλεγγύη, και βαθύτατο συναίσθημα φιλοτιμίας.»
ΜΠΑΡΜΠΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ (ΤΑΚΗΣ)
ΜΠΑΡΜΠΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ (ΤΑΚΗΣ)
Το να εναι καποιος Κομμουνιστης ειναι το δισκολοτερο πραγμα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή