Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΠΑΖΑΡΙ



 
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι διακοσμημένο με το μοναδικό γνωστό έργο ξυλογραφίας του Δημήτρη Οικονομίδη, που απεικονίζει σκηνή από το «παζάρι της Λάρισας».
Το σημαντικότερο οικονομικό και πολιτιστικό γεγονός που έχει ταυτιστεί με την Λάρισα τα τελευταία 129 χρόνια
– με κάποια μικρά διαλείμματα[1] - είναι το περίφημο «Παζάρι της Λάρισας» που εξελίχτηκε σταδιακά σε «Θεσσαλικό Παζάρι».
Στις 13 Οκτώβρη 1888[2], ο Δήμαρχος Λάρισας, Διονύσης Σ. Γαλάτης, στην εισήγησή του προς το Δημοτικό Συμβούλιο, επισημαίνει την αναγκαιότητα και την ωρίμανση των συνθηκών λειτουργίας Ετήσιας Εμποροπανηγύρεως[3], από την επόμενη χρονιά (1889), καταθέτοντας μια ολοκληρωμένη πρόταση. Παρουσιάζει όλο το κοινωνικό και το οικονομικό περιβάλλον της περιόδου συλλαμβάνοντας τις απαιτήσεις των καιρών και έτσι προσπαθεί να προσαρμόσει τον βηματισμό της Λάρισας με την εποχή της.
Το Δημοτικό Συμβούλιο σχημάτισε ακράδαντη πεποίθηση για τις πολλαπλές και ποικίλες ωφέλειες και ομόφωνα αποφάσισε, «ίνα συσταθή εμπορική Πανήγυρις» που θα  γίνεται κάθε χρόνο.
Η απόφαση όρισε πως  το Παζάρι θα διαρκούσε έ ν α  ο κ τ α ή μ ε ρ ο και θέση διεξαγωγής του ορίστηκε η πεδινή περιοχή «Μεργιάς»[4] της Λάρισας και στο τμήμα που συμπεριλαμβάνεται μεταξύ του Πηνειού ποταμού, του δρόμου που πάει προς τον Τύρναβο, του κτήματος Σωκράτη Ποδάρα και του Δημοτικού Κήπου Αλκαζάρ.
Αποφασίστηκε να γίνεται τον Σεπτέμβρη, συνδυαζόμενη με την τοπική γιορτή του Αγίου Βησσαρίωνα[5].
Σαν τέτοιο ξεχωριστό γεγονός άγγιξε και συγκίνησε σημαντικούς δημιουργούς που βίωσαν, γεύτηκαν, μπολιάστηκαν και εμπνεύστηκαν οι ίδιοι. Δεν θα μπορούσε άλλωστε αυτό το γλυκό, ευώδες, πολυσύνθετο άρωμα να μη διεγείρει και μεθύσει την καλλιτεχνική φλέβα του ζωγράφου και τη γραπτή εικονοπλασία του λογοτέχνη.
Εκεί μάλιστα που διασταυρώνονται οι δυο πνευματικοί δρόμοι μιας ενιαίας καλλιτεχνικής αποτύπωσης τότε το αποτέλεσμα είναι διαχρονικό.  
Όταν δε ανταμώνουν δυο αναγνωρισμένοι γίγαντες δημιουργοί, σε ένα κοινό έργο, το αποτέλεσμα είναι μνημειώδες.
Θάταν παράλειψη αν δεν αναφερόμασταν και στον γνωστό Λαρισαίο φιλότεχνο αντιστασιακό,  Γιώργο Καζαντζόπουλο, που σ’ αυτόν είναι αφιερωμένο το  πόνημα, αφού αποτέλεσε τροφοδότη, στυλοβάτη και χορηγό του έργου των δυο δημιουργών που, πιθανότατα, χωρίς τη συμβολή του το λόγιο αυτό αποτύπωμα να μην εκδίδονταν.
Αυτό συνέβηκε στην έκδοση του λογοτεχνικού έργου με τίτλο «ΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΠΑΖΑΡΙ» του Γιώργου Κοτζιούλα[6], που το εξώφυλλό του επιμελήθηκε ο  μεγάλος ζωγράφος και γλύπτης Δημήτρης Οικονομίδης[7], που δυστυχώς έφυγε (37 χρονών) νεότατος, πάνω στην ικμάδα της δημιουργικής αναζήτησης και ωρίμανσης.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας[8] γνωστός λογοτέχνης με τεράστιο συγγραφικό έργο, που φιλοξενήθηκε για αρκετούς μήνες από τον γιατρό Γιώργο Σαμαρά στη Καρυά, Τσαριτσάνη, Ελασσόνα και Λάρισα[9], μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους Γερμανούς κατακτητές, όταν αποστρατεύτηκαν από την VIII Μεραρχία του ΕΛΑΣ (Ηπείρου). Τον Σεπτέμβρη του 1945 βρίσκεται στη Λάρισα και μας κοινωνεί στο παζάρι:
«Άξιζε, μα την αλήθεια, να υπομείνει κανείς ένα καλοκαίρι τη ζέστα του κάμπου, το χλιο[10] νερό και το λίβα για ν’ αξιωθεί τώρα στα έβγα του Σεπτέμβρη να χαρεί αυτό το ζωντανό πανόραμα, το πανηγύρι του λαού. Εγώ μια φο­ρά είχα πάρα πολλά  χρόνια να ιδώ κάτι τέτοιο, ίσως κιόλα να μην αντίκρισα ποτέ μου άλλο παρόμοιο,
Αυτές τις μέρες, κάθε βράδυ που έβγαινα στο συνηθι­σμένο μου αγνάντιο, εκεί στην άκρη απ το χαλασμένο φρούριο, κοιτώντας αντίκρυ, ανάμεσα στις δυο κοίτες του ποταμού, την παλιά και την καινούργια, σε διάστημα ενός χιλιομέτρου, έβλεπα κάτι που δε θα το φανταζόμουν πρώ­τα. Η ξερή εκείνη λάκα, η δίχως χρώμα δίχως ζωή, πήρε άξαφνα αλλιώτικη όψη. Απ τη μια της άκρη ως την άλλη απλώθηκε ένα παρδαλό στρωσίδι, μια κουρελού γεμά­τη από κάθε λογής πολυχρωμία. Ποιος να το κέντησε αυτό το κιλίμι που με την τόση του λαμπράδα το πατούν όλα τα ποδάρια; Ας πάμε να ιδούμε κι εμείς από κοντά.
Μόλις περάσεις τη γέφυρα, ένας άλλος κόσμος προβάλλει μπροστά σου. Το στερεότυπο και το κανονικό τ' αφήνεις πίσω, στη μεγάλη πολιτεία με τους δρόμους και τα μαγαζιά. Εδώ είναι παζάρι, άλλο πράμα. Καινούργιοι πραματευτάδες φανερώνονται σε κάθε βήμα. Κι η πελατεία διαφέρει από κείνη τη γνωστή. Μια θάλασσα ανθρωπινή σαλεύει, κυματίζει, ογκώνεται ολοένα,
Αποβραδίς άρχισαν να κουβαλιόνται οι παζαριώτες. Έρχονται άλλοι με τα κάρα κι’ άλλοι καβάλα ή με τα πόδια φέρνοντας άλογα και γελάδια για πούλημα. Ξεζεύουν τις σούστες και πιάνουν μιαν άκρη στερεώνοντας το τι­μόνι μ αλυσίδα στη γης. Κατεβάζουν από πάνω χλωρά ή στεγνωμένα καλαμποκόφυλλα, σακιά με σανό, φούντες από σκούπα για να ταΐσουν τα ζώα. Οι άνθρωποι ξαπλώνουνι δίπλα, ακουμπώντας σε δέματα. Οι άντρες καπνί­ζουν κάνα τσιγάρο για να ξαποστάσουν απ' το δρόμο. Οι γυναίκες, τυλιγμένες στα μαύρα μαντήλια τους, μοιάζουν σαν κόρες της νύχτας που κοιτάζουν από ψηλά με τ' άστρινα μάτια τους. Γύρω απ τους καθισμένους πηγαινόρχονται άλλοι που δε βρήκαν ακόμα θέση...
Την ημέρα πάλι έχει άλλο γούστο. Σεργιανάς μες στο πλήθος ακλουθώντας τους στενόμακρους διαδρόμους που άφησαν επίτηδες, οι άνθρωποι με τα ζώα, για την κυκλο­φορία. Κοιτάς κι απορείς. Πούθε μαζεύτηκαν τόσα κάρα, τόσα άλογα και βόδια, που γέμισαν ένα γύρο τον τόπο! Εδώ πρέπει να κουβαλήθηκε όλη η Θεσσαλία. Κι αληθινά βλέπεις πρόσωπα, ντυσίματα απ' όλα τα σχέδια. Βλέ­πεις ανθρώπους του κάμπου με κιτρινιάρικες φάτσες, βου­νίσιους με μάλλινα σκουτιά[11], με σουλτούκα[12] ή κοντοκάπια[13], βλάχισσες κόκκινες σα μήλο και καραγκούνες με γαϊτανωτά[14] σεγκούνια[15], κεντημένα σαγιά[16] και θηλυκωτάρια στη μέση. Άλλοι φορούν σκούφους κι άλλοι τραγιάσκες, οι γυ­ναίκες κεφαλόδεσμους ή φακιόλια. Το ίδιο και στα πόδια, άλλοι έχουν παπούτσια κι άλλοι λουριά. Παλληκάρια και παππούδες, γερόντισσες και κοπελίτσες, φάτσες λογιών τω λογιώ, μπερδεύονται, σμίγουν κάθε τόσο για να γίνει ένα κράμα, μια πανσπερμία. Ήρθαν εδώ απ' τον κάμπο της Λάρισας, απ τα βουνά του Ολύμπου, απ' το Πήλιο και τον Αλμυρό, απ' την Ελασσόνα και την Καρδίτσα, περ' απ’ τον Αμάρμπεη ως κάτω στα Χάσια. Κι έφεραν μαζί τους βόδια, μουλάρια, γαϊδούρια, γουρούνια, πρόβατα οι κοντινοί, ψάθες οι καμπίσιοι, τόπια σκουτί, βέργες από κρανιά, ότι θέλεις…»
Και το αφήγημα συνεχίζει να ρέει με τις γάργαρες περιγραφές και τις αδρές εικόνες να αποτυπώνονται σαν σε πίνακα κάποιου ζωγράφου.



[1] Πόλεμοι όπως του1897,1941-44 κ.λ.π.
[2] Απόφαση 204/13.10.1888 του Δ.Σ.
[3] Εισήγηση του  Μπάρμπα Δημήτρη που παρουσιάστηκε στο 8ο Συνέδριο Λαρισαϊκών Σπουδών, που έγινε στη Λάρισα 6-7 Δεκέμβρη 2014 με θέμα: «Ετήσια εμπορική πανήγυρις της  Λαρίσσης ή το παζάρι της Λάρισας» και δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά του, σ. 213-212.
[4] Η θέση «Μεργιά» εκμισθώνονταν κάθε χρόνο από τον δήμο, μέσα από την διαδικασία της πλειοδοτικής δημοπρασίας για χορτονομή. Με την ίδια απόφαση (204/13.10.1888 του Δ.Σ.) από εκείνη τη χρονιά η εκμίσθωση για χορτονομή είναι εξάμηνη
[5] Με το όνομα Βησσαρίων Λαρίσης είναι γνωστοί δύο άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που διετέλεσαν και οι δύο αρχιεπίσκοποι Λαρίσης κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Γι’ αυτό θεωρούνται τοπικοί άγιοι και η μνήμη τους τιμάται την ίδια ημερομηνία, στις 15 Σεπτέμβρη.
[6] Ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956) γεννήθηκε στην Πλατανούσσα της Ηπείρου. Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός, με σημαντική συνεισφορά στην Εθνική Αντίσταση.
[7] Δημήτρης (Μήτσος) Οικονομίδης (1913-1951), γεννήθηκε στην Καρυά Ολύμπου. Από μικρός ρίχτηκε στη σκληρή βιοπάλη. Βοσκός, αγρότης, μαραγκός, ξενοδοχοϋπάλληλος αργότερα στη Λάρισα. Εγγράφεται στα 26 του χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών, λίγο πριν κηρυχτεί ο πόλεμος. Πήρε μέρος στον πόλεμο και μετά την κατάρρευση του μετώπου γύρισε στην Αθήνα να συνεχίσει τις σπουδές. Η κατοχή τον ανάγκασε να γυρίσει στην Καρυά και να στην αντίσταση. Με την απελευθέρωση έρχεται στη Λάρισα. Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1947 παίρνει το πτυχίο «μετ’ επαίνων». Δυστυχώς, τον Μάη του 1951 πεθαίνει.
[8] Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Κώστα Κοτζιούλα – γιο του συγγραφέα Γιώργου Κοτζιούλα – για τις πολύτιμες πληροφορίες και υλικό που με παρείχε, που με τεράστιο και ακάματο αγώνα που δίνει, προσπαθεί να συγκεντρώσει το διάσπαρτο έργο του πατέρα του.
[9] Επίσης ευχαριστώ για τις πολύτιμες οι πληροφορίες που παρείχε ο Κώστας Σαμαράς που στο σπίτι τους φιλοξενήθηκε για μεγάλο διάστημα ο Γιώργος Κοτζιούλας, αλλά και για τον χωριανό του (Καρυά Ολύμπου), ζωγράφο, Δημήτρη Οικονομίδη.
[10] Χλιο > χλιαρό
[11] Σκουτιά > μάλλινα υφάσματα ή τα εσώρουχα ή γενικά τα ενδύματα.
[12] Σουλτούκια > σταυρωτά μάλλινα σακάκια
[13] Κοντοκάπια > κοντή κάπα
[14] Γαϊτάνι > έντεχνα πλεγμένο κορδόνι με τρεις μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο
[15] Σεγκούνι > χοντρό, μάλλινο πανωφόρι που το φορούσαν κυρίως οι γυναίκες χωρικές
[16] Σαϊάς ή σαγιάς > Φόρεμα ελαφρύ, φοριόταν πάνω από το πουκάμισο τους ζεστούς μήνες του χρόνου.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου