ΜΠΑΡΜΠΑΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Στο άκουσμα και μόνο της λέξης
Τέμπη φέρνουμε στο νου μας διάφορες εικόνες από την Μυθολογία, τις περιγραφές
των αρχαίων συγγραφέων (Αιλιανού και Πλινίου) του φυσικού κάλλους. Ένα ρίγος
διαπερνά το κορμί μας από την αίσθηση που μας αποτυπώθηκε, έστω και αν
περπατήσαμε μία φορά στην κοιλάδα, από το χάδι της δροσερής αύρας που πνέει
μόνιμα σχεδόν στο μπουγάζι.[1]
Οι περιηγητές που ήρθαν στη
Θεσσαλία, όλοι τους επισκέφθηκαν την Κοιλάδα των Τεμπών,[2]
για να θαυμάσουν το σπάνιο φυσικό κάλλος, τον Πηνειό που την διαπερνά και την
μεγάλη ποικιλία της οργιώδους βλάστησης, η οποία αναπτύσσεται στις δυο όχθες
του, στο μέσον γιγάντιων βραχωδών τειχών. Εκτός από τον θαυμασμό της μοναδικής
μορφολογίας της κοιλάδας, ο επισκέπτης αναπολεί τα ιστορικά γεγονότα τα οποία
σημειώθηκαν στα δυο γειτονικά βουνά, στον Όλυμπο και στην Όσσα (Κίσσαβο), από
την Αρχαιότητα που η Κοιλάδα των Τεμπών ήταν ιερός τόπος και το σημείο
εκκίνησης των Δελφικών Αμφικτιονιών, οι οποίες αποτέλεσαν την πρώτη προσπάθεια
συνένωσης - συμμαχίας γειτονικών φύλων σε μία θρησκευτική, οικονομική και
πολιτική ενότητα.
Ο τουριστικός προορισμός της
Κοιλάδας των Τεμπών, η υποχρεωτική σχεδόν διάβαση και ο προσκυνηματικός
προορισμός, από την Αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, δημιούργησαν την ανάγκη
κατασκευής χώρων παροχής υπηρεσιών. Ακόμα και ο οικισμός Τέμπη (Μπαμπάς)
δημιουργήθηκε από άτομα τα οποία παρείχαν στο μέρος αυτό διάφορες υπηρεσίες:
στρατιωτικές,[3]
θρησκευτικές[4]
και οικονομικές5[5].
Όλες οι υποδομές στην κοιλάδα βρίσκονταν στη δεξιά πλευρά
του Πηνειού, από την πλευρά της
Όσσας, επειδή ήταν το μοναδικό πέρασμα, χαραγμένο ήδη από την Αρχαιότητα, το
οποίο ήταν σε χρήση μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1950-1960.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον μελετητή αλλά και για τον κάθε
αναγνώστη έχουν οι πρώτες προσπάθειες εμπορικής αξιοποίησης και παροχής
υπηρεσιών από την αριστερή πλευρά του Πηνειού, δηλαδή από την πλευρά του Ολύμπου.
Για πρώτη φορά έχουμε ακριβείς πληροφορίες, αντλημένες από επίσημα έγγραφα.[6]
Αυτές σχετίζονται άμεσα με τα έργα κατασκευής της σιδηροδρομικής[7]
γραμμής Δεμερλί (Παλαιοφάρσαλα) - Λάρισα - Παπαπούλι, μέχρι δηλαδή την
μεθοριακή γραμμή του 1881. Η σύμβαση της Εταιρίας Ελληνικών Σιδηροδρόμων με το
ελληνικό κράτος, για την κατασκευή της προέκτασης υπογράφτηκε τον Ιούνιο του
1906. Το 1908 έφθασε στη Λάρισα το προίτο τρένο αυτής της γραμμής, ενώ στα
σύνορα (Παπαπούλι) έφθασε τον Ιούλιο του 1909.
Στις 16.6.1909 στη λαρισινή εφημερίδα Μικρά δημοσιεύτηκε μία ανακοίνωση, σύμφωνα
με την οποία «Ή Εταιρία των Ελληνικών Σιδηροδρόμων γνωρίζει εις
τό Κοινόν ότι άπό τής παρελθ. Κυριακής, 12ης τρέχοντος μηνός, έτέθη έν
έκμεταλλεύσει τό τμήμα Λαρίσσης - Συνόρων.
Άναχώρησις έκ Λαρίσσης διά Σύνορα ώραν 7,25'π. μ., έκ Συνόρων δε διά Λάρισσαν
ώραν 4,45' μ.μ· (...)».
Πολύ πριν ολοκληρωθούν τα έργα, προνοητικοί και τολμηροί
επιχειρηματίες και διορατικοί επενδυτές άρχισαν να παίρνουν τις καλύτερες
δυνατές θέσεις οικονομικής μάχης. Ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη οι εργασίες διάνοιξης
του χώρου «με την σύγχρονη τεχνολογία και με ανατινάξεις (φουρνέλα)
σ’ αυτήν την πλευρά (Όλυμπον) όπου ογκώδεις μάζες μαρμάρινων βράχων φράζουν τα
στενά»,[8] την ίδια ώρα υπογράφονταν συμβόλαια στο
Υποθηκοφυλακείο του Ολύμπου, για την χρήση γης και τη δημιουργία καταστημάτων
«υγειονομικού ενδιαφέροντος». Από τα έγγραφα αυτά αντλούμε χρήσιμα στοιχεία
για διάφορες κοινωνικές, ιστορικές και οικονομικές εκφάνσεις της εποχής, από
τις οποίες κάποιες θα αναδείξουμε «τηλεγραφικά».
Τα δύο μισθωτήρια συμβόλαια, στα οποία θα αναφερθούμε,
συντάχθηκαν δύο χρόνια πριν ολοκληρωθεί και λειτουργήσει το έργο: το πρώτο τον
Νοέμβρη και το δεύτερο τον Δεκέμβρη του 1907.
Είναι όντως τολμηρό, να προβαίνει κάποιος σ’ αυτού του είδους
την επένδυση, δύο χρόνια πριν από την λειτουργία της γραμμής. Επιπλέον η
επιλογή του σημείου για το στήσιμο της επιχείρησης, με βάση την
διορατικότητα τον ενδιαφερομένου, αποτελούσε μεγάλο «ρίσκο», εκτός και αν είχε εσωτερική
αξιόπιστη πληροφόρηση από την κατασκευαστική εταιρία, η οποία τον
διαβεβαίωσε ότι θα υπάρξει στάση τοι τρένου και δεύτερον
υπόδειξη του ακριβούς σημείου στο οποίο θα γινόταν. Πάντως. :πό το μισθωτήριο
διαπιστώνουμε πως και οι δύο επενδυτές επιλέγουν το ίδιο μέρος ια ενοικίαση,
γεγονός το οποίο δείχνει ότι διαβλέπουν ή γνωρίζουν πως το καλύτερο σημείο
είναι η περιοχή «πλησίον της εκεί Αγίας Παρασκευής».
Το παρεκκλήσι της Αγίας
Παρασκευής ανεγέρθηκε το διάστημα που γίνεται η διάνοιξη της σιδηροδρομικής
γραμμής από την «Εταιρία των Ελληνικιόν Σιδηροδρόμων». Στην ίδια θέση,
βέβαια, και στην ίδια φυσική σπηλιά προϋπήρχε κάποιο προσκύνημα, δίπλα στην
πηγή από την οποία βγαίνει ένα υπόγειο ποτάμι εμπλουτίζοντας με τα ολύμπια νερά
του τον Πηνειό. Κοντά στην προαναφερόμενη φυσική σπηλιά αναβλύζει μία μικρή φλέβα
νερού, γνωστή ως Αγίασμα. Το μέρος αυτό είναι γνωστό και από παλιότερα. Ο
Γάλλος Pouqueville, που
επισκέφτηκε την περιοχή το 1820, γράφει: «Προς την πλευρά του Ολυμπου, η
ακροποταμιά του Πηνειού είναι στενή, και στα μισά περίπου του δρόμου
ανακαλύπτουμε μέσα σε ένα κοίλωμα το παρεκκλήσι της Αγίας Βενεράντας.9
Μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα σχεδόν ότι αυτό το κτίσμα υψώνεται πάνω
στη θέση του ιερού όπου ο Απόλλωνας, νικητής του δράκοντα Πύθωνα ήρθε για να
εξαγνιστεί, αφού οι Χριστιανοί είχαν την συνήθεια να κτίζουν πάντα κάποιο
ξωκλήσι εκεί όπου οι αρχαίοι είχαν ανεγείρει ναούς και βωμούς για να τιμήσουν
τις θεότητες της μυθολογίας».10
Το μέρος αυτό δεν ήταν εύκολα
προσπελάσιμο από την πλευρά του Ολύμπου, ακόμα και όταν άρχισε να λειτουργεί ο
σιδηρόδρομος. Όσοι βρίσκονταν από την πλευρά της Όσσας, όπου υπήρχε η μοναδική
διάβαση της κοιλάδας, για να περάσουν απέναντι στην Αγία Παρασκευή
χρησιμοποιούσαν βάρκα ή την ξύλινη γέφυρα, όταν κι αν αυτά υπήρχαν. Μόνο το
1960 έγινε πια προσιτή η διάβαση του Πηνειού, όταν ανεγέρθηκε η κρεμαστή
γέφυρα, παράλληλα με την κατασκευή της εθνικής οδού.
Η βόρεια αυτή πλευρά της κοιλάδας
ανήκει στην κτηματική περιφέρεια της Ραψάνης[9]
και, όπως φαίνεται από τις συμβολαιογραφικές πράξεις, οι ιδιοκτήτες «των προς
ενοικίαση κτημάτων» είναι Ραψανιώτες. Όσο για τους ενοικιαστές, όπως σε κάθε
τέτοια περίπτωση, είναι άνθρωποι από διάφορα μέρη που «οσφραίνονται» από μακριά
την «λεία» τους. Ο ένας είναι από τον Τύρναβο, έχοντας ως συνέταιρο και έναν
Ραψανιώτη, και ο δεύτερος κάτοικος του Μώλου των Θερμοπυλών.
Τα επαγγέλματα που δηλώνονται στο
μισθωτήριο είναι σχετικά με την παροχή υπηρεσιών εστίασης και εμπορίου. Ο
Τυρναβίτης Χρήστος Αντ. Μακρής είναι παντοπώλης και ο Ραψανιώτης Αντώνιος Κατσούρας
εμποροκτηματίας. Στο δεύτερο συμβόλαιο ο Γεώργιος Ιω. Τακτικός, από τον Μώλο
των Θερμοπυλών είναι καφεπώλης.
Στο υπ’ αρ. 4291/13.12.1907 μισθωτήριο αναφέρεται ότι στην
ιδιοκτησία του Ιωάννη
Μιχμίζου ή Κατσαρού υπάρχει μία παράγκα, την οποία κατέχει
από κοινού με τον
συγχωριανό του Ελευθέριο Ζαμπρακούκο. Η παράγκα φαίνεται πως
λειτουργούσε και σε
προγενέστερο χρόνο συνεταιρικά. Σύμφωνα με το συμβόλαιο, ο
μωρεόκηπος
βρισκόταν «έντός τών Τεμπών καί πλησίον τής έκεϊ Αγία: Παρασκευής
καί συνορεύεται γύρωθεν μέ όμοιους μωρεοκήπους Φράντζον καί Μιχμιζου. μέ
Πηνειόν ποταμόν καί μέ γραμμήν σιδηροδρομικήν (...)». Διαβάζοντας το μισθωτήριο διαπιστώνουμε πως στις
13.12.1907, δηλαδή ενάμιση χρόνο μετά την υπογραφή της ανάληψης του έργου Δεμερλί - Σύνορα, η σιδηροδρομική
γραμμή είχε φτάσει στην Αγία Παρασκευή, αφού αποτελεί όριο στη μία πλευρά του
κτήματος.
Δίπλα στον εν λόγω μωρεόκηπο βρίσκεται και το άλλο κτήμα που
νοικιάζεται, αφού διασταυρώνονται τα ονόματα των συνοριτών, χωρίς όμως να
φαίνεται πως συνορεύει με την σιδηροδρομική γραμμή. Το ενός στρέμματος κτήμα
ανήκε στον Χριστόδουλο Φράντζο. Σε ένα μέρος του, στο άνω τμήμα προς τον Βορά,
ο ιδιοκτήτης θα κατασκευάσει ένα παράπηγμα (παράγκα), με δικά του έξοδα,
διαστάσεων 8X5 μ. και ύψος στην πρόσοψη 3 μ. και πίσω 2,5 μ. Το παράπηγμα θα
χρησιμοποιηθεί για καφενείο και στο εσωτερικό του θα διαμορφοοθεί ένας χώρος
για μπουφέ.
Το υπ’ αρ. 4.215 μισθωτήριο υπογράφτηκε στις 3.11.1907 και
προβλέπει πως το παράπηγμα θα είναι έτοιμο στις 15 του ίδιου μήνα, οπότε θα
αρχίσει και «η χρήσις του μισθίου». Ο χρόνος ενοικίασης ορίσθηκε στα δύο χρόνια
(15.11.1907-15.11.1909) και το μίσθωμα στις 20 δραχμές τον μήνα,
προκαταβάλλοντας όμως τις 250 δραχμές «αίτινες θέλουσι ύπολογισθή
καί συμψηφισθώσι άναλόγως άπέναντι του ενοικίου», το οποίο στη διετία ανερχόταν στις 480 δραχμές.
Τελειώνοντας παραθέτουμε αυτούσιο το υπ’ αρ. 4.215/3.11.1907
μισθωτήριο συμβόλαιο για να έχουμε πλήρη εικόνα.
«Άριθ. 4.215
Μίσθωσις δραχ. 480
Έν Ραψάνη καί εν τω
Είρηνοδικειακώ καταστήματι οικία του Βασιλείου Θώμου ένθα συμβολαιογραφώ
σήμερον τήν τρίτην (3) του μηνός Νοεμβρίου τον χιλιοστού έννεακοσιοστού έβδομου
(1907) έτους, ημέραν Σάββατον μετά μεσημβρίαν, ένώπιον εμού του Συμβολαιογραφούντος
Ειρηνοδικειακού γραμματέως του Ειρηνοδικείου Όλυμπου Νικολάου Έμμ. Γαρεφάλου αναπληρούντος τον κωλυόμενον
Συμβολαιογραφούντα Ειρηνοδίκην Όλυμπου Δ. Καλφαγιάννην, κατοικοεδρεύοντος ένταύθα,
παρουσία καί των μαρτύρων Βασιλείου Ζαφειρίδου δικολάβου καί Δημητρίον Ράπτου δικαστικού
κλητήρος κατοίκων άμφοτέρων Ραψάνης, γνωστών μοι πολιτών Ελλήνων, ένηλίκων καί
άσχέτων συγγενείας πρός έμέ καί πρός άλλήλους, μή ύπαγομένων εις ούδεμίαν του
νόμου έξαίρεσιν, ένεφανίσθησαν οί πρός έμέ καί τούς άνωτέρω μάρτυρας γνωστοί
καί άσχετοι συγγενείας άφ’ ένός ό Χριστόδουλος Β. Φράντζας, κτηματίας κάτοικος
Ραψάνης, άφ’ έτέρου δέ ό Γεώργιος Ίωάννου Τακτικού, καφεπώλης καί κάτοικος
Μώλου των Θερμοπυλών καί διαμένων προσωρινώς ένταύθα, οίτινες αιτήσαντο την
σύνταξιν του παρόντος έκθέσαντες τα έξης. Ό πρώτος τούτων Χριστόδουλος Β.
Φράντζος κύριος ών καί κάτοχος ενός κήπου κειμένου εις θέσιν Τέμπη της
περιφερείας Ραψάνης του Δήμου Όλυμπου, έκτάσεως ένός στρέμματος ώς έγγιστα καί
σννορευόμενον γύρωθεν μέ όμοιους Αναστασίου Μιμή, καί ποταμόν Πηνειόν, έκ του
περιγραφομένον τούτου κήπου μέρος αυτού τό πρός τό άνω μέρος αυτού το καί βόρειον, ήτοι μήκος μέν μέτρων
οκτώ (8), πλάτος δέ πέντε (5), ένοικιάζει καί έκμισθεί πρός τόν δεύτερον
Γεώργιον I. Τακτικού, όπως επ' αυτού τού ώς άνω όρισθέντος χώρου άνεγερθή
παράπηγμα (παράγκα) όπερ θέλει χρησιμεύση διά καφενείον, θά έχη δέ τό παράπηγμα
τούτο ύψος μέν μέτρα δύο καί ήμίσεως καί τρία έξ ών τά τρία ταύτα θά είναι εις
τήν πρόσοψιν, έσωτερικώς του παραπήγματος τούτου θά γείνη τό κατάλληλον
διαχώρισμα και έν καταλλήλω μέρει ό Μπουφές. Τά έξοδα της άνεγέρσεως του έν
λόγω παραπήγματος έπιβαρύνουσι τον ιδιοκτήτην Χριστόδουλον Β. Φράντζον όστις
ύποχρεούται νά έχη τούτο έτοιμον μέχρι τής δεκάτης πέμπτης (15) Νοεμβρίου
ένεστώτος έτους. Ή διάρκεια τής μισθώσεως ορίζεται διά δύο έτη (2) άρχομένης
από τής δεκάτης πέμπτης (15) Νοεμβρίου ένεστώτος έτους 1907 και ληξάσης την
δεκάτην πέμπτην (15) Νοεμβρίου του χιλιοστού έννεακοσιοστού ένάτου (1909)
έτους. Τό μίσθωμα ορίζεται εις δραχμάς είκοσιν (20) κατά μήναν άπέναντι τοϋ
όποιου έλαβεν σήμερον ό μισθωτής καί ιδιοκτήτης Χριστόδουλος Β. Φράντζος δραχμάς
διακοσίας πεντήκοντα (250) αίτινες θέλουσι ύπολογισθή και συμψηφισθώσι άναλόγως
άπέναντι του ενοικίου ότι μετά τόν συμψηφισμόν αυτόν ό έκμισθωτής Γεώργιος I.
Τακτικού θέλει πληρώνει τό υπόλοιπον τής μισθώσεως κατά μήνα καί έν περιπτώσει
καθυστε- ρήσεως δόσεως τινός μηνιαίας δύναται ό ιδιοκτήτης δυνάμει του παρόντος
κηρυσσομένου έκτελεστού νά είσπράξη ταύτην άναγκαστικώς. Μετά τήν λήξιν τής
μισθώσεως ό έκμισθωτής Γεώργιος Ιω. Τακτικού οφείλει νά παραδόση τό μίσθιον
τούτο κτήμα εις τόν ιδιοκτήτην Χριστόδουλον Β. Φράντζον εις οίαν κατάστασιν
ήθελε εύρεθή τότε. έν τέλει δέ τά συμβαλλόμενα μέρη συνεφώνησαν ότι έάν μέχρι
τής δεκάτης πέμπτης (15) Νοεμβρίου έ. έτους 1907 ότε θέλει αρχίσει καί ή χρήσις
τον μισθίου κτήματος καί ό μισθωτής ιδιοκτήτης δέν έχει τούτο έτοιμον πρός
χρήσιν ύποχρεούται νά έπιστρέψη πρός τόν έκμισθωτήν Γ. Τακτικόν τάς δραχμάς
διακοσίας πεντήκοντα (250), άς ώς άνωτέρω έρέθη προκαταβολικώς έλαβεν άπέναντι
τοϋ ένοικίου, δυνάμει τοϋ παρόντος σύμφωνημένου προσιυρινώς έκτελεστοϋ' ό δέ
δεύτερος συμβαλλόμενος Γεώργιος Τακτικού συνωμολογεϊ τήν άνωτέρω μίσθωσιν
παραδέχεται τούς έκτεθέντας όρους καί έμέτρησεν προκαταβολικώς δραχμάς
διακοσίας πεντήκοντα (250) καί έν γένει συνομολογεί πάντα τά άνωτέρω
έκτεθέντα.-
Πρός βεβαίωσιν συνετάχθη τό
παρόν, όπερ άναγνωσθέν εύκρινώς και έντόνως εις έπήκοον πάντων καί βεβαιωθέν
παρ’ αυτών ύπογράφεται παρ’ όλων καί έμοϋ προσεικόντως ώς έπεται.-
Οί Συμβαλλόμενοι Χριστ. Β.
Φράντζος Γεώρ. Τακτηκώς
Οί Μάρτυρες Β. Δ. Ζαφειρίδης
Δ. Ράπτης
Ό Συμβολαιογραφών Είρηνοδικών
Γραμματεύς Όλυμπου Ν. Γαρέφαλος
[2] Πολύ σπάνια θα συναντήσουμε περιηγητή που
επισκέφτηκε την Θεσσαλία και δεν είδε τα Τέμπη και τα Μετέωρα.
[3] Εγκαταστάθηκαν οικογένειες στρατιωτικών που
είχαν την ευθύνη φύλαξης των στενών.
[4] Στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής
εγκαταστάθηκαν εκεί δερβίσηδες του τάγματος τιον Μπεκτασίδων με τις οικογένειες
τους, δημιούργησαν χώρο λατρείας (τεκέ) και προσέλκυσαν γύρω τους εποίκους.
Κοντά στον τεκέ δημιουργήθηκε ένα καραβάν σεράγι (πανδοχείο), όπου οι
ταξιδιώτες μπορούσαν να βρουν τροφή και στέγη. Βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Τα
κάστρα τον Πλαταμώνα και της Ωριάς Τεμπών και ο τεκές του Χασάν Μπαμπά,
Θεσσαλονίκη 1972, 77.
[5] Στο Μπαμπά (Τέμπη) λειτουργούσαν βαφεία νημάτων
την περίοδο
της άνθησης του «Συνεταιρισμού των Αμπελακίων» και οι βαφείς έμειναν εκεί (J. J. Björnståhl, "Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας,
1779". Οι
ξενοδόχοι και οι κάθε λογής πάρωχοι υπηρεσιών όπως καφετζήδες, μικροπωλητές κλπ
εγκαθίστανται στο χωριό. Στις αρχές του 20 αιώνα, την περίοδο δηλαδή που
αναφερόμαστε στα συμβόλαια, είχε 150 κατοίκους, 3 πανδοχεία και 1 ξενοδοχείο.
[6] Πρόκειται για τα
υπ’ αρ. 4.215/3.11.1907 και 4.291/13.12.1907 έγγραφα του Συμβολαιογραφείου του
Ολύμπου. Και από τη θέση αυτή εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου, για την διευκόλυνση
που μου παρείχε κατά την ερευνά μου, η μακαρίτισσα πλέον συμβολαιογράφος του Ολύμπου
Ιωάννα Μούκανου - Αγορογιάννη.
[7] Εφημ. Μικρά,
Λάρισα 4.6.1909: «Η ΓΡΑΜΜΗ ΣΥΝΟΡΩΝ - Μετά τρεις ή τέσσαρας
ήιιέρας αρχίζει καί ή έκμετάλλενσις του άπό τής πόλεώς μας μέχρι Συνόρων
τελευταίου τμήματος του Σιδηροδρόμου Πειραιώς - Συνόρων, ούτινος σταθμοί ώρίσθησαν
ή Μπάκραινα, τό Μακρυχώρι, τό Μπαμπά, ό Πυργετός καί τό
Παπαπούλιον. Αί έντεύθεν διά τά Σύνορα άμαξοστοιχίαι θά έκκινώσι την 7,25' π.μ,
καί 3,20' μ.μ. θά φθάνω σι δ’ εκεί μετά δίωρον σχεδόν διάστημα». Τελικά το τρένο
άρχισε να εκτελεί αυτό το δρομολόγιο ένα μήνα αργότερα.
[8] Friedrich Stählin,. Η αρχαία Θεσσαλία,
Αδελφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2002, 60.
[10] F.C.H.L. Pouqueville (μετ. Νίκη Μολφέτα), Ταξίδι στην Ελλάδα. Μακεδονία, Θεσσαλία, εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1995,
267-268.
[11] Το υπ’ αρ. 4.215/3.11.1907 μισθωτήριο συμβόλαιο δηλώνει τη θέση του κτήματος «κειμένου εις θέσιν Τέμπη της
περιφερείας Ραψάνης του Δήμου Όλυμπου».
ΠΗΓΗ:www.thessaliko.gr [ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, τ. 67]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου