Η Λάρισα τη Μεγάλη Βδομάδα - πριν 83 χρόνια - ζει τραγικές στιγμές και πληρώνει την προδοσία των πεμπτοφαλαγγιτών στρατηγών.
Οι συναγερμοί αρχίζουν
απ’ τη Κυριακή των Βαΐων και συνεχίζονται όλη τη βδομάδα. Είναι και για τους
Λαρισινούς η πραγματική «βδομάδα των παθών». Την Τρίτη γίνεται μια τρομοκρατική
γερμανική αεροπορική επιδρομή εναντίον των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου και
της πόλης μας.
Οι κάτοικοι ζουν ώρες
φρίκης. Οι δρόμοι σκεπάζονται από τα χαλάσματα και τα σπίτια σωριάζονται σε
ερείπια. Οι Λαρισινοί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη. Το βράδυ της
Μεγάλης Παρασκευής δεν μένει ψυχή στη Λάρισα. Ο σεισμός της 1ης Μάρτη του 1941,
που συμπληρώθηκε από τον θρασύδειλο ιταλικό βομβαρδισμό της επομένης του
σεισμού, έρχεται να συμπληρωθεί και με τον Γερμανικό βομβαρδισμό της 15ης ως
την 18ης Απρίλη, ολοκληρώνοντας έτσι τον πρώτο κύκλο γνωριμίας(!) με τον
«ανώτερο πολιτισμό της αρίας φυλής», που γέμισε τα νεκροταφεία της Λάρισας με
αθώους πολίτες.
Προηγήθηκε η περίφημη «μάχη των Τεμπών», όπου
συγκρούσθηκαν οι δυνάμεις της Βέρμαχτ με τους Αυστραλούς και τούς Νεοζηλανδούς (ΑΝΖAC).
Οι μάχες στο φαράγγι του Πηνειού ήταν πολύ σκληρές. Οι μονάδες των Γερμανών καθηλώθηκαν στην είσοδο της χαράδρας από τα
πυρά των Νεοζηλανδών και των Αυστραλών…
Την περιγραφή για την προέλαση των στρατευμάτων προς τη Λάρισα, την διάβαση της κοιλάδας των Τεμπών και τ’ αναρίθμητα κυριευμένα αγγλικά λάφυρα, μας τα παρουσιάζει από τη δική της πλευρά, η Γερμανική στρατιωτική εφημερίδα «Φρουρός της Νοτιοανατολικής Ευρώπης».
Μετά δύο ήμερών πορεία, πλήρη μαχών, κατά την οποίαν έπρεπε να υπερνικηθούν μεγάλες εδαφικές δυσχέρειες και ν’ ανατραπεί ένας εχθρός επίμονος, τα γερμανικά στρατεύματα, αποτελούμενα από αλπινιστικά τμήματα, από άρματα μάχης και από τμήματα ακροβολιστών, τα οποία είχαν προχωρήσει μέσα από την κοιλάδα των Τεμπών, εισήλθαν στη Λάρισα, η οποία είχε προηγουμένως εκκενωθεί και τελείως καταστραφεί. Οι λίγοι κάτοικοι που είχαν απομείνει, εξήλθαν από τα υπόγεια με τα πρόσωπα ωχρά, στα οποία ο τρόμος είχε αφήσει βαθύτατα ίχνη και ευχαριστημένοι, διότι με την είσοδον των Γερμανών, ετελείωσεν η περίοδος των παθών των[1].
Η προέλαση προς τη Λάρισα
Ορμώμενοι από ένα σημείο οι μηχανοκίνητες φάλαγγες, προήλασαν κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, επειδή οι δρόμοι είχαν καταστεί αδιάβατοι, και έτσι η είσοδος των Τεμπών είχε κυριευθεί. Το ορμητικό ποτάμι Πηνειό, πλάτους 100 μέτρων, μόνον εξ ενός σημείου ήταν δυνατόν να διαβεί κανείς.
Γι’ αυτό ο διάπλους με ένα μόνον πλοιάριο, και με φόρτωμα και
ξεφόρτωμα, απέτισε αρκετό χρονικό διάστημα.
Εξ αυτού εξηγείται και η
δυσάρεστη επιβράδυνση για την προώθηση των Γερμανών. Έπρεπε να υπερνικήσουμε το
φαράγγι για να φθάσουμε στη Λάρισα και να την υπερνικήσουμε γρήγορα, αν θέλαμε να
είμεθα οι πρώτοι, διότι τα άλλα μαχητικά τμήματα, που προήλαυναν επί της οδού από
Βορρά είχαν ήδη υπερνικήσει τις μεγαλύτερες εδαφικές δυσχέρειες και επομένως δεν
έπρεπε να χασομερήσουμε.
Το πέρασμα των Τεμπών|
Υπό
κανονικός συνθήκες το πέρασμα της κοιλάδας των Τεμπών είναι κάτι το αλησμόνητο από
απόψεως ομορφιάς. Η δασωμένες πλαγιές, που στην αρχή είναι ανοικτές. όλο και
στενεύουν περισσότερο, η δενδροφυτεία όλο και χάνεται και στο τέλος δεν απομένουν
παρά γυμνοί κάθετοι βράχοι, που ορθώνονται μέχρις ύψους σχεδόν χιλίων μέτρων. Από
πλαγινές κοιλάδες μπορεί να δει κανείς τον κόσμο των παράξενων σχηματισμών του
όγκου του Ολύμπου προς Βορρά και του συγκροτήματος της Όσσας προς Νότο.
Κώνοι, που ανεβαίνουν σαν κάστρα, βράχοι μυτεροί και βουνά σαν τραπέζια, φαίνονται παντού. Στη μέση της Κοιλάδας των Τεμπών, που έχει
μήκος, ως έγγιστα εξ χιλιόμετρα, ο ποταμός γεμίζει όλο το πλάτος της. Η
σιδηροδρομική γραμμή αριστερά του ποταμού, κατασκευασμένη μέσα στους βράχους,
περνάει από διάφορες σήραγγες, που έχουν καταστεί αδιάβατοι από τους Αυστραλιανούς,
τους οποίους αντιμετωπίζουμε εδώ. Στην άλλη όχθη, ο δρόμος ακολουθεί τις ανωμαλίες
των μετατοπίσεων των πετρωμάτων.
Το φαράγγι αυτό
προσφέρει ιδεώδεις δυνατότητες υπερασπίσεως και ο εχθρός τις εκμεταλλεύεται. Με
την βοήθεια του πυροβολικού προσπαθεί να μας αργοπορήσει εις το πέρασμα του
ποταμού, γερμανικά όμως τμήματα ακροβολιστών και αλπινιστών ξεκαθαρίζουν τα υψώματα.
Αλλά και εμείς είχαμε απώλειας.
Στο μικρό εξωκκλήσι[2], που το αιώνιο φως του έσβεσε, κάτω από μια προεξέχουσα βραχώδη σκέπη κοντά στην είσοδο της σήραγγας, βρήκαν τον θάνατον σαν στρατιώτες συνάδελφοι από τους αλπινιστές[3].
Άρματα μάχης διαβαίνουν τον ποταμόν
Τα άρματα μάχης χρειάζονται άλλον δρόμο. Πρέπει να ανευρεθεί
ένα πέρασμα. Μερικά χιλιόμετρα προτού φθάσουμε στην προαναφερθείσα διάβαση,
μπορούν να περάσουν τα άρματα. Πράγματι, τα τανκς περνούν τον ποταμόν και
προχωρούν, αψηφούντα τας επιθέσεις του εχθρού. Τα άλλα γερμανικά μαχητικά
τμήματα υποστηρίζουν των προώθηση των αρμάτων.
Σοβαρά αντίσταση συναντήσαμε 15 χιλιόμετρα προ της
Λαρίσης, όπου ισχυρό πυροβολικό προσπάθησε ν’ ανακόψει των προέλασή μας.
Εν τούτοις την
19ην Απριλίου εξακολουθήσαμε την πορεία μας μέσα από ελώδεις περιοχές, που
είχαν κατακλυσθεί από νερά, συνεπεία καταστροφής, των έργων απορροής[4]. Την
ιδίαν ημέρα και όταν ο ήλιος φάνηκε πίσω από την Όσσα, είδαμε μπροστά μας την
Λάρισα. Εις τον δρόμο ήσαν εγκαταλελειμμένα πυροβόλα, που ως χθες ακόμη έβαλαν
εναντίον μας. Αυτή ήταν η τελευταία προσπάθεια του εχθρού να κάλυψη την υποχώρησή
του. Στα χαντάκια είναι εγκαταλελειμμένα περισσότερα από 12 μικρά άρματα. Στους
αγρούς έχουν επίσης εγκαταλειφθεί περί τα εκατό φορτηγά αυτοκίνητα με αντικείμενα
αγγλικού εξοπλισμού, με πολεμικό υλικό, με πυρομαχικά και με πάσης φύσεως άλλες
προμήθειες, αγγλικές κατασκηνώσεις[5].
Πριν από τη Λάρισα μία ολόκληρος πόλις από σκηνές
είχε ανεγερθεί, που ο εχθρός, οπισθοχωρώντας δεν ημπόρεσε να συναποκομίσει.
Βουνά από άδεια κουτιά προδίδουν, ότι εδώ εκατοντάδες από στρατιώτες έμειναν επί
αρκετές εβδομάδες. Και έπειτα μπήκανε στη Λάρισα, που έχει υποστεί φοβερές
καταστροφές από Ιταλικές μπόμπες, από σεισμούς και από τα γερμανικά στούκας. Ούτε ένα σπίτι δεν έχει μείνει πια
γερό. Οι δρόμοι Έχουν ανασκαφή από τις μπόμπες και τα μαγαζιά έχουν διανοιχτεί και
λεηλατηθεί από τους οπισθοχωρούντας βρεττανούς. Μία πόλις τελείως ερημωμένη, μία
νεκρή πόλις. Το κροτάλισμα των άπειρων πελαργών, που έχουν τις φωλιές των
απάνω σε δένδρα και σε στέγες, είναι ο μόνος κρότος που μας υποδέχεται. Σκηνές
και πάλι σκηνές σε πλατείες και σε κήπους και μέσα αμέτρητες ποσότητες
πολεμικής λείας. Τεράστιες εγκαταστάσεις ειδών επιμελητείας βρίσκονται στο
σταθμό και στην πόλη. Στα σπίτια, που απέμειναν γερά και σε κάθε διαθέσιμο
χώρο υπήρχαν αναγκαστικοί καταυλισμοί διά στρατιωτικούς. Αυτό δίδει μία ιδέα για
την δύναμη των εχθρικών σχηματισμών, που είχαν σταλεί στην Λάρισα, για να σταματήσουν
προ της πόλεως αυτής την προέλαση των Γερμανών. Και τώρα αναγκάστηκαν να τα αφήσουν
όλα πίσω.
Επιγραφές: «Προς νότον» ή «προς Αθήνας» στέκουν σε
πρόχειρες πινακίδες στους δρόμους, που οδηγούν προς νότον. Αυτό θα πει: Να σωθεί
όποιος μπορεί να σωθεί. Δε μπορούμε πλέον να μείνουμε. Οι Γερμανοί μας κυνηγούν
κατά πόδας.[6]
[1] Τα έντονα γράμματα
είναι δικοί μου τονισμοί, που επισημαίνουν τα στοιχεία μιας ειδησεογραφικής
περιγραφικής «γλυκανάλατης» προπαγάνδας. Βέβαια, και εδώ μπορεί κανείς να
διακρίνει πολλά στοιχεία γεγονότων και να βγάλει αρκετά συμπεράσματα… Είναι
άλλωστε γνωστό πως στη Λάρισα κατά την είσοδο των Γερμανών «κανένας από τους
ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους δεν ήθελε
ν’ αντικρίσει τους βαρβάρους καταχτητές. Εξαίρεση αποτέλεσαν 3-4 αδιόρθωτοι χιτλερικοί
- που αργότερα παρίσταναν τον «εθνικόφρονα» - προσέφεραν στον πρώτο Γερμανό μοτοσικλετιστή
την ανθοδέσμη της υποταγής».
[2] Το ξωκκλήσι είναι η
Αγ. Παρασκευή που βρίσκεται στη μέση της Κοιλάδας των Τεμπών και κάτω από την έξοδο
της μεγάλης παλιάς σύραγγας των σιδηροδρομικών γραμμών.
[3] Ακόμα και σε ένα
τέτοιο προπαγανδιστικό κείμενο, οι απώλειες δεν μπορούν ν’ αποκρυφτούν από τη μια, και από την άλλη «οι πεσόντες» -
όχι τυχαία επίλεκτων μονάδων, εδώ αλπινιστές - χρησιμοποιούνται σαν στοιχείο ανώτερης
συνεισφοράς και θυσίας, για τον «υπέρτατο σκοπό».
[4] Στο κείμενο
χρησιμοποιείται η λέξη «αποχετεύσεως».
Πιστεύω πως οφείλεται σε λάθος στη μετάφραση και εννοούσε «απορροής» ή «αποστράγγισης».
[5] Εντυπωσιακή η
περιγραφή της βιαστικής εγκατάλειψης της περιοχής και της Λάρισας από τους βρετανούς
που άφησαν πολύ μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού και επιμελητείας προκειμένου
να φύγουν για να σωθούν.
[6] Τμήμα αυτής της περιγραφής
χρησιμοποίησε ο ιδιαίτερος γνώστης της ιστορίας της Βέρμαχτ Heinz A. Richter,, στο βιβλίο
του Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, εκδόσεις Γκοβόστη,
1998, σ.520.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου