Ο Μίκης
Θεοδωράκης στη Λάρισα το 1966
Η
είδηση γράφτηκε στην τοπική Εβδομαδιαία Δημοκρατική Εφημερίδα της Λάρισας Δημοκρατική Φωνή, την 1η Αυγούστου
1966.και αναφέρει:
Στις
29 Ιούλη 1966 μέρα Παρασκευή το αναψυκτήριο που λειτουργούσε στου Αλκαζάρ,
γέμισε από τους μοναδικούς ήχους του μουσικοπλάστη συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Τα ευήκοα εμπνευσμένα ποιήματα των μεγάλων μας ποιητών
Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, Γκάτσο, Χριστοδούλου, κ.λπ. επενδύθηκαν από τις πολύχρωμες νότες του μεγάλου μουσουργού. Τα τραγούδια αποδόθηκαν από τις πιο
φρέσκες, πολλά υποσχόμενες, μελωδικότατες, με ξεχωριστή ταυτότητα η κάθε μια τους φωνή.
Νέοι τους όλοι, γύρω στα είκοσι, και πρωτάκουστοι τραγουδιστές, Γιάννης Πουλόπουλος[1], Δημήτρης Μητροπάνος[2], Μαρία Φαραντούρη[3] και η Λαρισαία
Ελένη Ροδά[4].
Κάθε
εκδήλωση-συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στη πόλη μας αποτελούσε κι ένα σταθμό στη μουσική και
γενικότερα την καλλιτεχνική ζωή της Λάρισας.
Η συναυλία εκείνης της Παρασκευής
ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Χιλιάδες Λαρισαίοι χάρηκαν, συγκινήθηκαν,
ενθουσιάστηκαν με τις συνθέσεις του μεγάλου μουσουργού.
Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ
Η συναυλία άρχισε στις 9,30 μ.μ. Από
πολύ νωρίς ο χώρος του κέντρου του Αλκαζάρ είχε κατακλεισθεί από τις χιλιάδες
των φίλων της μουσικής. Συμπολίτες από όλα τα στρώματα - εργάτες, υπάλληλοι,
έμποροι, διανοούμενοι - ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση κατέβηκαν ν’
ακούσουν, ν’ απολαύουν τη γνήσια Ελληνική μουσική, να χειροκροτήσουν το μεγάλο
συνθέτη.
Στις πρώτες σειρές των καθισμάτων
διακρίνουμε τον βουλευτή κ. Περραιβό, το Δήμαρχο κ. Αλ. Χονδρονάσιο, τον
Αντιδήμαρχο κ. Μεν. Παπαδόπουλο, τον πρόεδρο του Δημ.
Συμβουλίου κ. Αχ. Κολοκοτρώνη, Δημοτικούς Συμβούλους, εκπροσώπους οργανώσεων
κ. ά. Η συναυλία ήταν υπό την αιγίδα της Δημοτικής αρχής.
Στο συνθέτη και τους
συνεργάτες του προσέφεραν ανθοδέσμες ο Δήμος Λαρίσης και η Δ.Ν.Λ. της πόλης
μας.
Ο Δήμαρχος κ. Αλ. Χονδρονάσιος καλωσόρισε τους
καλλιτέχνες και τους ευχήθηκε πάντα επιτυχίες σαν αυτή της Λαρίσης.
Τον κ. Θεοδωράκη και
τους συνεργάτες του χαιρέτισε με σύντομη ομιλία και ο βουλευτής της Ε.Κ. κ.
Περραιβός.
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Το πρόγραμμα της
συναυλίας αποτελούσαν κομμάτια του κ. Θεοδωράκη από διάφορες συνθέσεις παλαιές
και νέες.
Τραγούδησαν με τη
σειρά εμφάνισης ο κ. Γιάννης Πουλόπουλος, ο κ. Δημήτρης Μητροπάνος η δις Μαρία Φαραντούρη
και η Κα Ελένη Ροδά, Λαρισαία καλλιτέχνης.
Το πρώτο μέρος του προγράμματος αποτελούσαν τραγούδια από τις σειρές «Αρχιπέλαγος», «Άξιον Εστί», «Του νεκρού αδελφού» Τραγούδησαν με τη σειρά που αναφέραμε όλοι οι τραγουδιστές του συγκροτήματος.
Με τον καταπληκτικό
«Κρητικό χορό» έκλεισε το πρώτο μέρος μέσα σε παραλήρημα ενθουσιασμού και σε
θύελλα χειροκροτημάτων του πυκνότατου ακροατηρίου.
Στο Β' μέρος ο
συνθέτης παρουσίασε με τραγουδιστές το Γ. Πουλόπουλο και το Δ. Μητροπάνο,
κομμάτια από τις νέες δημιουργίες «Ματχάουζεν» και «Ρωμιοσύνη» στίχοι Γ.
Ρίτσου).
Τα τελευταία
τραγούδια και ιδιαίτερα η «Ρωμιοσύνη» συνάρπασαν κυριολεχτικά το κοινό. Όρθιοι
οι χιλιάδες των ακροατών χειροκροτούσαν και επευφημούσαν ώρα πολύ τον συνθέτη
και τους συνεργάτες του.
Η εκδήλωση τούτη θα
μείνει για τους Λαρισαίους αξέχαστη. Ζήσαμε όλοι δύο ώρες πραγματικής
καλλιτεχνικής απόλαυσης, δυο ώρες με γνήσια, πηγαία ελληνική μουσική, μοναδικές
και ανεπανάληπτες.
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
Θάταν περίεργο αν σ’
όλη τη προσπάθεια οργάνωση της Συναυλίας δεν παρουσιάζονταν και τα «εμπόδια»
λόγω κλίματος γενικότερου. Όλα όμως τελικά ξεπεράστηκαν. Η Λάρισα είδε, άκουσε,
χειροκρότησε τον Θεοδωράκη περιφρόνησε τις κάθε είδους πιέσεις, καταδίκασε
οριστικά στη συνείδησή του αυτούς που κάτω από την ανωνυμία (δείγμα ενοχής)
έγραψαν και κυκλοφόρησαν τα όσα βρώμικα διαβάσαμε.
[1] Γιάννης Πουλόπουλος (Καρδαμύλη, 29 Ιουνίου 1941 - Χαϊδάρι, 23 Αυγούστου 2020). Το
1966 τραγούδησε σε δύο λαϊκές συναυλίες που πραγματοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης
στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα
Φιλαδέλφεια και στην Κύπρο,
μαζί με τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη
Μητροπάνο, Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία
Φαραντούρη, την Ελένη Ροδά και τον με αυτόν τον
τρόπο ολοκλήρωσε τη συνεργασία του με τον μεγάλο συνθέτη.
[2] Δημήτρης Μητροπάνος (Γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια
συνοικία των Τρικάλων, 2 Απριλίου 1948 – Μαρούσι, 17 Απριλίου 2012)[4] Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29
του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο, όταν ήρθε
ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στη Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα
χωριό της Καρδίτσας, το Καππά. Οργανώθηκε στη Νεολαία των Λαμπράκηδων, καθώς είχε ήδη πολιτικοποιηθεί από
νωρίς, δεχόμενος μάλιστα απειλές ότι δε θα τον άφηναν να σπουδάσει λόγω
των αριστερών του καταβολών.
Το 1966 ο
Μητροπάνος συναντάται, τυχαία, για πρώτη φόρα με τον Μίκη
Θεοδωράκη και ερμηνεύει, στη θέση άλλου καλλιτέχνη που τότε
ασθενούσε, μέρη από τη Ρωμιοσύνη και το Άξιον
Εστί σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και
την Κύπρο
[3] Μαρία Φαραντούρη Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1947. Η
συμμετοχή της στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής την έκανε
να ανακαλύψει το πάθος της για το τραγούδι, ξεκινώντας έτσι τη μουσική της
πορεία. Ο Σύλλογος, αποτελούσε ένα περιβάλλον που περιγράφεται και ως φυτώριο
νέων καλλιτεχνών, με μέλη αυτού να αποτελούν ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, οι Ζάκης και Παναγιώτης Κουνάδης
κ.α.. Το 1963, ο Μίκης Θεοδωράκης την ανακάλυψε τραγουδώντας ένα
από τα τραγούδια του και της πρότεινε να γίνει η φωνή των έργων του. Έγινε
μέλος της μουσικής ομάδας του Θεοδωράκη, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη
Σούλα Μπιρμπίλη
[4] Ελένη Ροδά, γεννήθηκε στη Λάρισα, απόφοιτη
της δραματικής σχολής του Δημήτρη Ροντήρη, αλλά στράφηκε από πολύ
νωρίς στο τραγούδι. Ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε στην Ελένη Ροδά το βάπτισμα του
πυρός κάνοντας την από ηθοποιό τραγουδίστρια, ενώ ο Μάνος Λοΐζος και ο Λευτέρης
Παπαδόπουλος με το τραγούδι «Το πλαστό το πασαπόρτι» την καθιέρωσαν ως μια
κλασική λαϊκή φωνή. Είναι ηθοποιός, γνωστή για τα Trouba ’67
(1967), The Port’s First Lady (1969) και Provocation (1971). Η ίδια αναφέρει: Η μητέρα μου ήταν δαοκάλα και πηγαίναμε από χωριό σε χωριό. Μέχρι τα
πέντε χρόνια μου έτσι έζησα. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης. Και λόγω αυτού κάποια
στιγμή ανέβηκε στα βουνά και τον χάσαμε. Πρώτα με την Αντίσταση και μετά
συνέχισε ως αυτοεξόριστος λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Όταν τελείωσε όλη
αυτή η αναταραχή, γύρισε τελικά στο σπίτι.