Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Με αφορμή τα 100 χρόνια από την γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη



Ο Μίκης Θεοδωράκης στη Λάρισα το 1966

Η είδηση γράφτηκε στην τοπική Εβδομαδιαία Δημοκρατική Εφημερίδα της Λάρισας Δημοκρατική Φωνή, την 1η Αυγούστου 1966.και αναφέρει:

Στις 29 Ιούλη 1966 μέρα Παρασκευή το αναψυκτήριο που λειτουργούσε στου Αλκαζάρ, γέμισε από τους μοναδικούς ήχους του μουσικοπλάστη συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Τα ευήκοα εμπνευσμένα ποιήματα των μεγάλων μας ποιητών Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, Γκάτσο, Χριστοδούλου, κ.λπ. επενδύθηκαν από τις πολύχρωμες νότες του μεγάλου μουσουργού.  Τα τραγούδια αποδόθηκαν από τις πιο φρέσκες, πολλά υποσχόμενες, μελωδικότατες, με ξεχωριστή ταυτότητα η κάθε μια τους φωνή. Νέοι τους όλοι, γύρω στα είκοσι, και πρωτάκουστοι τραγουδιστές, Γιάννης Πουλόπουλος[1], Δημήτρης Μητροπάνος[2], Μαρία Φαραντούρη[3]  και η Λαρισαία
Ελένη Ροδά[4].

Κάθε εκδήλωση-συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στη πόλη μας αποτελούσε κι ένα σταθμό στη μουσική και γενικότερα την καλλιτεχνική ζωή της Λάρισας.

Η συναυλία εκείνης της Παρασκευής ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Χιλιά­δες Λαρισαίοι χάρηκαν, συγκινήθηκαν, ενθουσιάστηκαν με τις συνθέσεις του μεγάλου μουσουργού.

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ

Η συναυλία άρχισε στις 9,30 μ.μ. Από πολύ νωρίς ο χώρος του κέντρου του Αλκαζάρ είχε κατακλεισθεί από τις χιλιάδες των φίλων της μουσικής. Συμπολίτες από όλα τα στρώματα - εργάτες, υπάλληλοι, έμποροι, διανοούμενοι - ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση κατέβηκαν ν’ ακούσουν, ν’ απολαύουν τη γνήσια Ελληνική μουσική, να χειροκροτήσουν το μεγάλο συνθέτη.

Στις πρώτες σειρές των καθι­σμάτων διακρίνουμε τον βουλευτή κ. Περραιβό, το Δήμαρχο κ. Αλ. Χονδρονάσιο, τον Αντιδήμαρχο κ. Μεν. Παπαδόπουλο, τον πρόεδρο του Δημ. Συμβουλίου κ. Αχ. Κολοκοτρώνη, Δημοτικούς Συμβού­λους, εκπροσώπους οργανώσεων κ. ά. Η συναυλία ήταν υπό την αιγίδα της Δημοτικής αρχής.

Στο συνθέτη και τους συνεργά­τες του προσέφεραν ανθοδέσμες ο Δήμος Λαρίσης και η Δ.Ν.Λ. της πόλης μας.

Ο Δήμαρχος κ. Αλ. Χονδρονάσιος καλωσόρισε τους καλλιτέχνες και τους ευχήθηκε πάντα επιτυχίες σαν αυτή της Λαρίσης.

Τον κ. Θεοδωράκη και τους συνεργάτες του χαιρέτισε με σύντομη ομιλία και ο βουλευτής της Ε.Κ. κ. Περραιβός.


ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Το πρόγραμμα της συναυλίας αποτελούσαν κομμάτια του κ. Θεοδωράκη από διάφορες συνθέσεις παλαιές και νέες.

Τραγούδησαν με τη σειρά εμφάνισης ο κ. Γιάννης Πουλόπουλος, ο κ. Δημήτρης Μητροπάνος η δις Μαρία Φαραντούρη και η Κα Ελένη Ροδά, Λαρισαία καλλιτέχνης.

Το πρώτο μέρος του προγράμματος αποτελούσαν τραγούδια από τις σειρές «Αρχιπέλαγος», «Άξιον Εστί», «Του νεκρού αδελφού» Τραγούδησαν με τη σειρά που αναφέραμε όλοι οι τραγουδιστές του συγκροτήματος.

Με τον καταπληκτικό «Κρητικό χορό» έκλεισε το πρώτο μέρος μέσα σε παραλήρημα ενθουσιασμού και σε θύελλα χειροκροτημάτων του πυκνότατου ακροατηρίου.

Στο Β' μέρος ο συνθέτης πα­ρουσίασε με τραγουδιστές το Γ. Πουλόπουλο και το Δ. Μητροπάνο, κομμάτια από τις νέες δημιουργίες «Ματχάουζεν» και «Ρωμιοσύ­νη» στίχοι Γ. Ρίτσου).

Τα τελευταία τραγούδια και ιδιαίτερα η «Ρωμιοσύνη» συνάρπασαν κυριολεχτικά το κοινό. Όρθιοι οι χιλιάδες των ακροατών χειροκροτούσαν και επευφημούσαν ώρα πολύ τον συνθέτη και τους συνεργάτες του.

Η εκδήλωση τούτη θα μείνει για τους Λαρισαίους αξέχαστη. Ζήσαμε όλοι δύο ώρες πραγματικής καλλιτεχνικής απόλαυσης, δυο ώρες με γνήσια, πηγαία ελληνική μουσική, μοναδικές και ανεπανάληπτες.


ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ

Θάταν περίεργο αν σ’ όλη τη προσπάθεια οργάνωση της Συναυλίας δεν παρουσιάζονταν και τα «εμπόδια» λόγω κλίματος γενικότερου. Όλα όμως τελικά ξεπεράστηκαν. Η Λάρισα είδε, άκουσε, χειροκρότησε τον Θεοδωράκη περιφρόνησε τις κάθε είδους πιέσεις, καταδίκασε οριστικά στη συνείδησή του αυτούς που κάτω από την ανωνυμία (δείγμα ενοχής) έγρα­ψαν και κυκλοφόρησαν τα όσα βρώμικα διαβάσαμε.

https://www.youtube.com/watch?v=ZAFLA20fUGo

[1] Γιάννης Πουλόπουλος (Καρδαμύλη, 29 Ιουνίου 1941 - Χαϊδάρι, 23 Αυγούστου 2020). Το 1966 τραγούδησε σε δύο λαϊκές συναυλίες που πραγματοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στο γήπεδο της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια και στην Κύπρο, μαζί με τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Μητροπάνο, Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη, την Ελένη Ροδά και τον με αυτόν τον τρόπο ολοκλήρωσε τη συνεργασία του με τον μεγάλο συνθέτη.

[2] Δημήτρης Μητροπάνος (Γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια συνοικία των Τρικάλων, 2 Απριλίου 1948 – Μαρούσι, 17 Απριλίου 2012)[4] Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στη Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας, το Καππά. Οργανώθηκε στη Νεολαία των Λαμπράκηδων, καθώς είχε ήδη πολιτικοποιηθεί από νωρίς, δεχόμενος μάλιστα απειλές ότι δε θα τον άφηναν να σπουδάσει λόγω των αριστερών του καταβολών.

 Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται, τυχαία, για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει, στη θέση άλλου καλλιτέχνη που τότε ασθενούσε, μέρη από τη Ρωμιοσύνη και το Άξιον Εστί σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο

[3] Μαρία Φαραντούρη Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1947. Η συμμετοχή της στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής την έκανε να ανακαλύψει το πάθος της για το τραγούδι, ξεκινώντας έτσι τη μουσική της πορεία. Ο Σύλλογος, αποτελούσε ένα περιβάλλον που περιγράφεται και ως φυτώριο νέων καλλιτεχνών, με μέλη αυτού να αποτελούν ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, οι Ζάκης και Παναγιώτης Κουνάδης κ.α.. Το 1963, ο Μίκης Θεοδωράκης την ανακάλυψε τραγουδώντας ένα από τα τραγούδια του και της πρότεινε να γίνει η φωνή των έργων του. Έγινε μέλος της μουσικής ομάδας του Θεοδωράκη, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη

[4] Ελένη Ροδά, γεννήθηκε στη Λάρισα, απόφοιτη της δραματικής σχολής του Δημήτρη Ροντήρη, αλλά στράφηκε από πολύ νωρίς στο τραγούδι. Ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε στην Ελένη Ροδά το βάπτισμα του πυρός κάνοντας την από ηθοποιό τραγουδίστρια, ενώ ο Μάνος Λοΐζος και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με το τραγούδι «Το πλαστό το πασαπόρτι» την καθιέρωσαν ως μια κλασική λαϊκή φωνή. Είναι ηθοποιός, γνωστή για τα Trouba ’67 (1967), The Port’s First Lady (1969) και Provocation (1971). Η ίδια αναφέρει: Η μητέρα μου ήταν δαοκάλα και πηγαίναμε από χωριό σε χωριό. Μέχρι τα πέντε χρόνια μου έτσι έζησα. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης. Και λόγω αυτού κάποια στιγμή ανέβηκε στα βουνά και τον χάσαμε. Πρώτα με την Αντίσταση και μετά συνέχισε ως αυτοεξόριστος λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Όταν τελείωσε όλη αυτή η αναταραχή, γύρισε τελικά στο σπίτι.

 

 

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

23 ΙΟΥΛΗ 1965 - Ο ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ

Είναι η σφραγίδα από τον έλεγχο διαβατηρίων
με την ημερομηνία εισόδου στην Ελλάδα. 

Ήταν 23 Ιούλη 1965, μέρα Παρασκευή απόγευμα. Επαναπατρίζεται η οικογένειά μου, μαζί και με άλλους πολιτικούς πρόσφυγες στην Ελλάδα, μετά από 16 χρόνια αναγκαστικής πολιτικής προσφυγιάς των γονιών μας, στην ΕΣΣΔ (Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν)...

Το σοβιετικό καράβι[1] μπαίνει στο λιμάνι του Πειραιά. Το προσεγγίζει ένα ταχύπλοο, με μικτό κλιμάκιο της Αστυνομίας, του Λιμενικού και του Τελωνείου. Το πλοίο κατεβάζει σκάλα και ανεβαίνουν οι «εκπρόσωποι του κράτους» για έλεγχο.

Αυτό που θυμάμαι ήταν τα βλοσυρά τους βλέμματα, με τις αυστηρές και κοφτές ερωτήσεις για τα διαδικαστικά.

Ένα παιδί μπορεί, νομίζω, να διακρίνει πρόσωπα που είναι ευχάριστα ή τυπικά, ή και αυτά που εκπέμπουν μίσος. Σ’ αυτήν την τρίτη κατηγορία τους είχα κατατάξει.

Φυσικά ένα μικρό παιδί την πολιτική δεν την αντιλαμβάνεται και δεν την κατανοεί. Αντιλαμβάνεται όμως το ανθρώπινο ή απάνθρωπο κλίμα που διαχέεται με τις εκφράσεις του προσώπου, του τόνου της φωνής, τις αντιδράσεις των γύρων του (πολύ περισσότερο των οικείων του), κ.λπ. 

Μπαίνοντας το πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά, όλοι οι επιβάτες βρίσκονταν στο κατάστρωμα, πολύ περισσότερο οι επαναπατριζόμενοι που προσπαθούσαν να ρουφήξουν κάθε εικόνα, κάθε στιγμή του νόστου που γίνεται πραγματικότητα.

Η λαχτάρα για την επιστροφή στην Πατρίδα που τελικά πραγματοποιείται, φτάνει στο αποκορύφωμα. Η εσωτερική τους συναισθηματική «φουσκοθαλασσιά» αγγίζει και την επικινδυνότητα της υγείας τους. Τα μάτια τους είναι μόνιμα βουρκωμένα. Επιτέλους, θα ανταμώσουν με αγαπημένα τους πρόσωπα (γονείς, αδέρφια, φίλους, συντρόφους, κ.ά), όσους φυσικά δεν «έφυγαν» όλα αυτά τα χρόνια για το «μεγάλο ταξίδι». Αλλά και πάλι η παρηγοριά είναι μεγάλη, γιατί, όπως έλεγαν μεταξύ τους στη μακρινή Τασκένδη, ακόμα και το χώμα της Πατρίδας που θα σε σκεπάσει είναι ελαφρύτερο απ’ αυτό της ξενιτιάς!!!

 Μεταξύ των επιβατών, μαζί μας, ήταν και κάποιοι συγγενείς πολιτικών προσφύγων (γονείς, αδέρφια) που ταξίδεψαν στην μακρινή Τασκένδη για να τους δουν μετά από χρόνια.

Θυμάμαι μια γυναίκα[2] που βρίσκονταν στο κατάστρωμα κρατώντας ένα ραδιοφωνάκι και άκουγε ειδήσεις. Ξαφνικά, έβγαλε μια κραυγή:

-     ΄Εφαγαν το παιδί μας!

Την μέρα αυτή έγινε η κηδεία του ΣΩΤΗΡΗ ΠΕΤΡΟΥΛΑ[3], που είχε μετατραπεί σε μια ογκώδη παλλαϊκή διαδήλωση

Είδα τους μεγάλους να μαζεύονται γύρω της και να συζητάνε. Ταυτόχρονα βουρκώνοντας και κάποιοι δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους.

Εγώ και η αδερφή μου, θυμάμαι, βλέποντας τους δικούς μας και τους φίλους τους σ’ αυτήν την κατάσταση αρχίσαμε να κλαίμε… «συμπαραστεκόμενοι» και υποθέτοντας πως σε κάποιον στενό συγγενή συνέβηκε μεγάλο κακό!

Την ίδια ώρα αποτυπώθηκε στην μνήμη μου το χαιρέκακο ύφος των εντεταλμένων του «νόμου και της τάξης».

Αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή με την Πατρίδα, γεμάτη με διάφορα έντονα και ετερόκλητα συναισθήματα δίνοντας και το πρώτο στίγμα του πολιτικο-κοινωνικού περιβάλλοντος που θα ζούσαμε. Στο αποκορύφωμά τους τα "Ιουλιανά" και η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα...

Σε λιγότερο από δύο χρόνια «ήρθε» και η χούντα…

 



[1] Είναι ένα τύπου κρουαζιερόπλοιου που ταξίδευε στην Μαύρη Θάλασσα και Μεσόγειο. Ξεκινούσε από την Οδησσό, σταματούσε στα λιμάνια Κωνστάντζα (Ρουμανία), Βάρνα (Βουλγαρία), Κωνσταντινούπολη (Τουρκία), Πειραιά (Ελλάδα), Γένοβα (Ιταλία), Μασσαλία (Γαλλία), Βαρκελώνη (Ισπανία) και πάλι επιστροφή.

[2] Δεν ξέρω πως στη μνήμη μου καταγράφηκε πως αυτή η γυναίκα ήταν από την Καλαμάτα. Ίσως από μετέπειτα οικογενειακές συζητήσεις να το ανέφεραν οι γονείς μου. Ίσως, και επειδή η οικογένεια του Πέτρουλα κατάγονταν από την ευρύτερη περιοχή (Οίτυλο της Μάνης) και στ’ αλήθεια να ήταν συγγενείς.

[3] Ο Σωτήρης Πέτρουλας είχε δολοφονηθεί στις 21 Ιούλη 1965.