Ο Λαϊκός Στρατός - ο πραγματικός εθνικός στρατός στα οδοφράγματα - αντιστέκεται στη Β΄ Κατοχή τους Αγγλο ... Αμερικάνους και τα "τσιράκια" τους. |
Η ερμηνεία μιας
λέξης, αποτελεί τον ανιχνευτή εκείνο που πριν ανοίξει η πόρτα για να μπεις στον
άγνωστο ή ανεξερεύνητο χώρο για να τον γνωρίσεις, σε προετοιμάζει κατάλληλα για
να το προσεγγίσεις ομαλά και χωρίς αιφνιδιασμούς.
Όσο μεγαλύτερη
σαφήνεια εμπεριέχει κάθε όρος–λέξη, τόσο πιο «φωτεινή» και κατανοητή γίνεται η αποτύπωση
του δοκίμιου, της μελέτης ή της προφορικής περιγραφής.
Επειδή τα τελευταία
χρόνια παρατηρώ πως πολλοί ιστορικοί, ιστοριογράφοι ή ιστορικοί ερευνητές – και
μάλιστα κάποιους εκτιμώ ιδιαίτερα – που αναφέρονται στην περίοδο της Β΄ Κατοχής
(Εμφυλίου), χρησιμοποιούν και καθιερώνουν τον όρο «Εθνικός Στρατός» και μάλιστα
χωρίς εισαγωγικά. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα θάθελα να διατυπώσω τον προβληματισμό
μου και την διαφορετική άποψη, συμβάλλοντας κατά τη γνώμη μου στην διερεύνηση
και χρήση του πιο κατάλληλου λήμματος που θα αποτυπώνει με μεγαλύτερη ακρίβεια
το ουσιαστικό περιεχόμενο του όρου.
Πρώτα ας
διατυπώσουμε τον ορισμό του όρου ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ. Είναι ο Στρατός που
συγκροτείται από τις κλάσεις ΟΛΩΝ των νέων που έχουν σαν κοινό στοιχείο την
εθνική[1]
ταυτότητα. Στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην περίοδο που αναφερόμαστε αυτό σε
καμιά περίπτωση δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα[2].
Δεκέμβρης 1944. Οι βρετανοί - νέος "εθνικός στρατός" - στην Ακρόπολη
αφού την θεωρούν ιδιοκτησία, για να την "φυλάξουν" και να χτυπήσουν τους
... ΄Ελληνες "εισβολείς". |
Η Ελληνική
Βρετανοκηδεμόνευτη αστική κυβέρνηση προσπάθησε να αποδώσει έναν δήθεν ουδέτερο
χαρακτήρα στον όρο ΕΘΝΙΚΟΣ, αξιοποιώντας και την εμφαντική ΕΑΜική συναίνεση, με
τις υπογραφές του, από την συμφωνία της Πλάκας μέχρι της Βάρκιζας.
Από την περίοδο
του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της κατοχής κτίσθηκε ένας ολόκληρος μύθος γύρω
από το όρο εθνικό, εθνική αντίσταση κ.λ.π. που μπορεί να εξυπηρέτησε σε κάποια
φάση την μεγαλύτερη συσπείρωση του λαού στην αντίσταση, αλλά παράλληλα
χρησιμοποιήθηκε κατά το δοκούν.
Είναι γνωστό
πλέον σήμερα πως ο στρατός:
1.
Δεν ήταν εθνικός
γιατί
συμπεριλάμβανε στην δύναμή του κάθε
έλληνα πολίτη, χωρίς να θεωρείται σαν προϋπόθεση να προέρχεται απαραίτητα
από το ίδιο έθνος. Το δε παράταιρο ήταν πως από την πρώτη φάση της στρατιωτικής
«εθνικής» δύναμης[3],
συμπεριλαμβάνονταν και δρούσαν από κοινού και οι ξένες δυνάμεις, στην αρχή οι
Βρετανοί και αργότερα οι Αμερικάνοι.
2.
Δεν ήταν εθνικός
ο ελληνικός στρατός γιατί όταν επέστρεψε η κυβέρνηση μετά την απελευθέρωση
από την Μ. Ανατολή, ξεκίνησε να συγκροτεί το στράτευμα με βάση τα πολιτικά
χαρακτηριστικά των αξιωματικών. Είναι γνωστό πως όλοι σχεδόν οι ΕΛΑΣίτες
αξιωματικοί αποκλείστηκαν ενώ αντίθετα συμπεριλήφθηκαν όλοι σχεδόν οι
διαλεγμένη από την Μ. Ανατολή φιλοβασιλικοί και αντιεαμίτες αξιωματικοί. Ακόμα
τα επιτελεία και οι μάχιμες κομβικές μονάδες επανδρώθηκαν από τους αξιωματικούς
που καθ’ όλη την διάρκεια της κατοχής συνεργάστηκαν με την δωσίλογη κυβέρνηση
και τον στρατό κατοχής.
Ο Έλληνας διοικητής, Στρατηγός Βαντζής, "συσκέπτεται" με τους ουσιαστικούς ηγήτορες: τον Αμερικάνο Στρατηγό Βαν Φλητ (στη μέση) και τον Βρετανό υποστράτηγο Ντάουν (στα αριστερά). |
3.
Δεν είναι
εθνικός ο ελληνικός στρατός γιατί ακόμα και στο επίπεδο των φαντάρων
ξεχώρισαν - όσο περνούσε και ο καιρός - εκείνους που συμμετείχαν στον ΕΛΑΣ
στέλνοντας τους περισσότερους άοπλους σταδιακά στις εξορίες, όπως στην
Μακρόνησο, Ικαρία, Τρίκερι, Γιούρα, Φολέγανδρο, Νάξο κ.ά., στις φυλακές, αλλά
και λίγο αργότερα στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Ο όρος εθνικός[4],
επομένως δεν είναι καθόλου ουδέτερος και η επιβεβαίωση αυτή μας έρχεται από το
ίδιο το αστικό κράτος που λειτουργεί και στελεχώνει τον μηχανισμό του στη βάση
των ταξικών συμφερόντων. Επομένως και ο στρατός δεν θα μπορούσε να ξεφύγει απ’
αυτόν τον κανόνα και το ταξικό του πρόσημο είναι φανερό.
Ποτέ, άλλωστε,
δεν τόκρυψαν πως ο στρατός συγκροτήθηκε και λειτούργησε για την προάσπιση των
συμφερόντων της αστικής τάξης και κυρίως της εξαρτημένης, δηλαδή, με αυτήν που
ήταν στενά συνδεδεμένη από το ξένο κεφάλαιο, γι’ αυτό θεωρούσε και θεωρεί πως
απαραίτητη προϋπόθεση είναι προσδεμένη και υπόδουλη σε ξένους ιμπεριαλιστικούς
σχηματισμούς. Το μόνο δίλλημα ήταν με ποιόν να πάει; Με την ΑΝΤΑΝΤ ή με τον
Κάϊζερ, μετά με τους Εγγλέζους ή με τον άξονα και τέλος καταστάλαξε(!) τους
Αμερικάνους, στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε.
Η ιστορική επιστήμη,
σημαντικό και διαχρονικό πεδίο ταξικής
διαπάλης.
Ο ταξικός
πόλεμος όμως συνεχίζονταν στο παρελθόν, συνεχίζεται και σήμερα, σ’ όλα τα
επίπεδα της κοινωνικής ζωής, όπως και στην επιστήμη. Η ιστορία, πολύ
περισσότερο, η ιστορική επιστήμη, αποτελούσε πάντα ένα σημαντικό βάθρο σκληρής
ταξικής διαπάλης στο επίπεδο του υποκειμένου παίρνοντας σχεδόν πάντα θέση υπέρ
ή κατά, σε κάθε στιγμή της κοινωνικής κίνησης.
Εντύπωση μου
κάνει το γεγονός πως πολλοί αξιόλογοι ιστορικοί χρησιμοποιούν τον όρο «εθνικό
στρατό», ενώ στην ανάλυσή τους για την περίοδο την αντιλαμβάνονται ορθά και
μάλιστα δηλώνουν πως χαρακτηρίστηκε από την «όξυνση της ταξικής πάλης»
υιοθετώντας πως ο Δ.Σ.Ε. «ήταν ένας λαϊκός επαναστατικός στρατός, άσχετα αν δεν
ξεκίνησε ως τέτοιος» και μάλιστα επισημαίνουν πως «η τρίχρονη εποποιία του
Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας αποτελεί κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στον
αιώνα που πέρασε».
Οι εκφραστές της
κυρίαρχης αντίληψης στην ιστορική αποτύπωση - ιστορικοί, στρατιωτικοί και κάθε
έμμισθος προβοκάτορας - είχαν κάθε λόγο να αποδώσουν τον στρατό της αστικής τάξης που στηρίχτηκε
και εξοπλίστηκε από τον ξένο καταχτητή, με τον όρο ΕΘΝΙΚΟ στρατό. Κάθε αντικομμουνιστικό προπαγανδιστικό βιβλίο
που εκδόθηκε εκείνη την περιόδου, που η στρέβλωση και η σκοπιμότητα κατείχε
ξεχωριστή θέση, χρησιμοποιούσε τον όρο εθνικός στρατός.
Ποιο
όνομα θα απέδιδε καλύτερα τις παρατάξεις;
Αν επιλεγούν
όροι του κοινωνικού ταξικού πεδίου θα πρέπει η αντίθεση να αποδίδεται αντιπαραθετικά
«Αστικός Στρατός - Εργατοαγροτικός Στρατός».
Οι όροι «μοναρχοφασίστες – λαϊκοδημοκράτες»
πρέπει να αποδοθούν και να δείχνουν την αντίθεση στο επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος.
Στο δομικό
εποικοδόμημα της οργάνωσης της δημόσιας κοινωνικής αποτύπωσης[5] η
αντίθεση θα κινούνταν ανάμεσα στους όρους «Κρατικό
Στρατό» και τον «Λαοκρατικό ή Λαϊκό
Στρατό».
Χρησιμοποιήθηκε
και ο όρος «κυβερνητικός στρατός» κα
«αντάρτικος στρατός». Ο κυβερνητικός
δεν αποδίδει την πραγματικότητα και νομιμοποιεί μονόπλευρα την αστικά
κυβέρνηση, ενώ την ίδια περίοδο υπήρχε και η Π.Δ.Κ.[6]
Την περίοδο
εκείνη χρησιμοποιήθηκαν και άλλες λέξεις και όροι που αποτύπωναν περισσότερο το
θυμικό των αντιπάλων με συναισθηματικές, σκωπτικές ή απαξιωτικές αιχμές και ως
τέτοιες δεν μπορούν σοβαρά να σταθούν για την ιστορική συνολική απόδοση της
κάθε πλευράς.
Σ’ αυτό που
προσωπικά συγκλείνω πιστεύοντας πως αποδίδει καλύτερα, ορθότερα και ακριβέστερα
τους αντιμαχόμενους στρατούς, είναι η αποτύπωση της κοινωνικής και ταξικής τους
έκφρασης, έτσι όπως φανερώθηκε στο πεδίο της κοινωνικοπολιτικής σύγκρουσης και
ουσιαστικά στην συνείδηση του λαού μας.
Συγκεκριμένα, ο Δ.Σ.Ε. και η λέξη κλειδί που χρησιμοποιείται
– Δημοκρατικός –με το ειδικό βάρος
που κουβαλάει στην συνείδηση του λαού μας, ανταποκρίνεται πολύ ικανοποιητικά με
βάση την παραπάνω ανάλυση.
Στο
αντίθετο βάθρο πιστεύω πως ακριβέστερα αποτυπώνει το πολιτικό εποικοδόμημα η
λέξη «μοναρχοφασιστικός», αφού στην πλειοψηφία του συγκροτήθηκε κυρίως από
αυτούς τους δυο πυλώνες του συστήματος: τους βασιλικούς από τη μια και τους
μεταξικούς, με τους δωσίλογους από την άλλη.
Ακριβής και
περισσότερο χρηστικός είναι ο όρος αστικός
στρατός, που αποδίδει ικανοποιητικά και
αντιπαραθετικά την παραπάνω παράμετρο και χρησιμοποιήθηκε στη βιβλιογραφία από αρκετούς
συγγραφείς.
Επομένως το
δίπολο Δημοκρατικός
Στρατός απ’ τη μια και Αστικός Στρατός από την άλλη, στην
γραπτή ή προφορική περιγραφή, προσεγγίζει με μεγαλύτερη σαφήνεια και αποδίδει
με μεγαλύτερη ακρίβεια την κοινωνικοπολιτική στοίχιση και αφετηρία του
αντίστοιχου στρατού.
[1] Έθνος θεωρώ την ενιαία πολιτισμική – σε καμιά περίπτωση αιματολογική - συνισταμένη μιας συλλογικότητας ανθρώπων που
έχουν κοινή γλώσσα, κοινό τόπο, ήθη και έθιμα, πιθανός και θρησκεία, πολιτική
εξουσία κ.λ.π. Βέβαια, πολλές φορές μπορεί και κάποια απ’ αυτά να μην είναι κοινά στη
συλλογικότητα ή να μεταβάλονται, αλλά η ίδια να αυτοπροσδιορίζεται ως έθνος.
[2]
Η συμφωνία της Βάρκιζας «όριζε ότι μετά την αποστράτευση του ΕΛΑΣ θα
συγκροτηθεί εθνικός στρατός με κανονική στρατολογία και ότι θα γίνει εκκαθάριση
του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες των κατακτητών και τους εγκάθετους
της μεταξικής δικτατορίας. Ούτοι οι όροι αυτοί, που ήταν βασικοί, τηρήθηκαν.
Όλοι οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ, εκτός από ελάχιστους, μπήκαν στον Β΄ πίνακα και
με τον τρόπο αυτό αποκλείστηκαν από την ενεργό συμμετοχή τους στον εθνικό
στρατό, που άρχισε να συγκροτείται με την επίβλεψη και την καθοδήγηση των
Άγγλων. Το ίδιο έγινε και στα Σώματα Ασφαλείας και στις δημόσιες υπηρεσίες.
Όλοι οι αξιωματικοί και οι οπλίτες της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων,
όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι που πήραν μέρος στην ΕΑΜική αντίσταση, κρίνονταν από
τα συμβούλια που προέβλεπε η συμφωνία, με βάση όχι τις ικανότητές τους, αλλά τα
φρονήματά τους. Γι’ αυτό και αποκλείονταν και πολλοί καταδιώκονταν. Στον
κρατικό μηχανισμό επανέρχονταν οι «εθνικόφρονες» και οι δωσίλογοι». [ΔΟΚΙΜΙΟ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΚΕ, Α΄ τ., 1918 – 1949, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 2005, σ.509]
Άρθρα
5-8 της «Συμφωνίας της Βάρκιζας» περιέγραφαν τα παραπάνω αναλυτικά. [Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ
ΤΗΣ ΒΑΡΚΙΖΑΣ, έκδοσις της Διευθύνσεως
Τύπου και Πληροφοριών, ΑΘΗΝΑΙ, Φεβρουάριος
1945, σ. 18, 19]
[3]
Ήδη από την πρώτη φάση όπως γράφει στην «έκθεσή του» ο Γιώργης Σιάντος μόνο
στην Αθήνα το γενικό σύνολο των Άγγλων ξεπερνούσε τους 15.000. [Η έκθεση
Σιάντου για τα Δεκεμβριανά, εκδ. Γλάρος, σ.14].
[4]
«Το έθνος είναι φαινόμενο ιστορικό. Γεννήθηκε μέσα σε ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης
της ανθρώπινης κοινωνίας και συγκεκριμένα γεννήθηκε την περίοδο του
καπιταλισμού και όπως διαπιστώνουμε μαζί με την εξέλιξη και την κατάρρευση του
καπιταλισμού εξελίσσεται, καταρρέει και αποθνήσκει … Εκεί όπου δεν υπάρχουν
καπιταλιστικές βάσεις οικονομίας, εκεί δεν υπάρχει και έθνος. Ο βαθμός εξέλιξης
του έθνους καθορίζεται από τον βαθμό εξέλιξης του καπιταλισμού». [Το εθνικό ζήτημα κάτω από το φως του μαρξισμού,
του Μπουχάριν, μεταφ. Α. Χάϊτας, Π. Σαρκάτος, εκδ. Σοσιαλιστικού Βιβλιοπωλείου,
Αθήνα 1925, σ.17].
[5]
Με βάση τον λενινιστικό ορισμό του κράτους «που είναι το προϊόν [και
δημιούργημα] του ασυμφιλίωτου της
ταξικής σύγκρουσης».
[6]
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (Π.Δ.Κ.) σχηματίστηκε στις 24 Δεκέμβρη 1947.