Στις μέρες μας το σύνθημα αυτό ηχεί σε
πολλές κινητοποιήσεις του λαού μας και αποτυπώνει με αυθεντικότητα και ακρίβεια
την «ιστορική αλήθεια», για την
απελευθέρωση της Ελλάδας.
70 χρόνια πέρασαν από τότε που ο ΕΛΑΣ,
πρώτα με την Πολιτοφυλακή και μετά από την Ταξιαρχία ιππικού, με επικεφαλείς
τον Κασσάνδρα και τον Μπουκοβάλα, μπήκε στην πόλη.
Η απόδοση της πραγματικής απεικόνισης
της απελευθέρωσης της Ελλάδας, δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι ο ΕΛΑΣ ήταν η
πιο αξιόλογη στρατιωτική δύναμη που κυνηγούσε «κατά πόδας» τους Γερμανούς μέχρι
τα σύνορα. Ούτε στο γεγονός ότι ξεκαθάριζε τον τόπο από κάθε δοσιλογικό
κατακάθι που είχε ζυμωθεί στην Μεταξική δικτατορία και λυμαίνονταν τον λαό, με
τις πλάτες των δωσίλογων κυβερνήσεων των
Τσολάκογλου, Ράλλη και των κατακτητών.
Σ’
αυτήν την γιγαντομαχία συγκρούστηκαν δύο κόσμοι, ο αντιφασίστες με τους
φασίστες. Αυτοί που πολεμούσαν τον φασισμό, με αυτούς που τον υπηρέτησαν φορώντας
Γερμανικές στολές και περιβραχιόνια με τον αγκυλωτό σταυρό όπως οι ΕΑΣΑΔίτες
και ΠΑΟτζίδες, ή έχοντάς τον στην καρδιά τους, όπως οι Χίτες». Πρωτοπόροι σ’
αυτή τη γιγαντομαχία, αναμφισβήτητα οι κομμουνιστές, οι πιο συνεπείς
αντιφασίστες που παλεύουν και χτυπούν το «φίδι» και την μήτρα που το γεννάει,
τον καπιταλισμό.
Όσο
και αν προσπάθησαν οι μελλοντικές κυβερνήσεις, όση μελάνι και αν ξόδεψαν
διάφοροι συστημικοί «ιστορικοί» και πλαστογράφοι, για να κρύψουν την προδοσία
και τους προδότες, όσο και αν αρέσκονταν να μιλάνε για «λήθη», ποτέ δεν
μπόρεσαν να ξεριζώσουν από την πλειοψηφία του λαού μας την μνήμη, πως υπήρχαν
και υπάρχουν Έλληνες και «Έλληνες» ή Άνθρωποι και «ανθρωπάκια».
Η τεράστια συνεισφορά των οργανώσεων της
αντίστασης[1]
– ΕΑΜ, Εθνική Αλληλεγγύη, Πολιτοφυλακή – ήταν κυρίως η συμπόρευση με τον λαό, η
στήριξη για την επιβίωσή του και η ενθάρρυνση διατήρησης της «αξιοπρέπειάς»
του, από την συμμετοχή στην αντιφασιστική πάλη.
Στην διατήρηση αυτής της αξιοπρέπειας
και στην προσπάθεια συμβολής του λαού στην συλλογική του επιβίωση και εκτός απ’
όλες τις άλλες δράσεις του το ΕΑΜ τις τελευταίες μέρες της κατοχής, έριξε το
σύνθημα: «Κανείς δεν πρέπει ν’ αγοράσει
τίποτα απ’ τους Γερμανούς».
Μ’ αυτόν τον τίτλο, η «ΑΛΗΘΕΙΑ[2]»,
σε άρθρο της, στις 17.10.1945, γράφει: «Κανένας δεν
πρέπει ν’ αγοράζει τίποτα απολύτως απ’ τους Γερμανούς’’. Αυτό ήταν το σύνθημα
που είχε ριχθεί τις τελευταίες μέρες της σκλαβιάς.
Οι
Γερμανοί φεύγοντας και μη μπορώντας να πάρουν μαζί τους ούτε τα πυρομαχικά τους
είχαν αρχίσει να πουλάνε ό,τι πράγματα τους «περίσσευαν», τους «περίσσευαν» είναι
ένας λόγος. Έτσι, λοιπόν, άρχισαν να βγάζουν στο ξεπούλημα τρόφιμα (ζαχαρίνι,
όσπρια), σαπούνια, λάδια, υφάσματα, ρουχισμό, έπιπλα, βενζίνες, κουφώματα από
σπίτια, κρεβάτια, κουνουπιέρες και άλλα είδη. Ό,τι, δηλαδή, στα χρόνια της
κατοχής άρπαξαν, έκλεψαν και λεηλάτησαν απ’ το Λαό, το πωλούσαν τώρα πάλι σε
μας τους ίδιους.
Όμως,
το σύνθημα ήταν να μη αγοράσει κανένας τίποτα. Γιατί έτσι κι αλλιώς οι γερμανοί
δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους. Αναγκαστικά θα τ’ άφηναν εδώ. Κι’ εκτός
απ’ αυτό πουλώντας είδη τα μετέτρεπαν σε λίρες που τις έπαιρναν μαζί τους. Κι
έτσι ήταν το ίδιο γι’ αυτούς.
Στις
αρχές του ξεπουλήματος της «Βέρμαχτ» οι γερμανοί προσέφεραν τα ‘’είδη τους’’ σε
κανονικές … τιμές. Όταν, όμως, είδαν πως
ο κόσμος δεν τα έπιανε στα χέρια του.
Άρχισαν
τα παζαρέματα κατεβάζοντας τις τιμές.
Και
πάλι δεν γίνονταν αγοροπωλησίες.
Επειδή,
όμως, ήταν αποφασισμένοι όσο όσο να τα πουλήσουν, άρχισαν να κάνουν γενναιότερες
… εκπτώσεις. Παντού όλοι σαν ένας άνθρωπος οι Λαρισινοί απαντούσαν πως δεν
μπορούν ν’ αγοράσουν.
Οι
Γερμανοί άρχισαν να στριφογυρίζουν με τους μπόγους στην αγορά, να σταματάνε τον
καθένα στον δρόμο, να χτυπάνε τις πόρτες απ’ τα σπίτια και γενικά έψαχναν να
βρούνε πελάτες για το ξεπούλημα.
Ο
Λαός, όμως, πιο πεισμωμένα αρνιόταν ν’ αγοράσει.
Τις
τελευταίες μέρες προσφέρθηκαν στις πιο εξευτελιστικές τιμές μεγάλες ποσότητες
ειδών. Το πράγμα είχε καταντήσει να πάρει κωμική όψη. Κάποιος Γερμανός πρόσφερε
τσουβάλια τσιμέντο, [;] κυβικά ξυλεία, πισσόχαρτο και άλλα είδη μόνο για 8
λίρες. Άλλος έδινε 5 ραδιόφωνα (κλεμμένα φυσικά) για 3 λίρες. Προσφέρθηκαν 500
οκ. ζάχαρης με 50 δισεκατομμύρια την οκά ενώ στην αγορά είχε 800
δισεκατομμύρια.
Οι Λαρισαίοι, στην συντριπτική τους
πλειοψηφία, παρά τις τεράστιες υλικές καταστροφές και τις ανθρώπινες απώλειες, κράτησαν
ψηλά την σημαία της αντίστασης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. (Στη
φωτογραφία δύο χαρακτηριστικές πληγές της πολης. Η γέφυρα του Πηνειού και η
οδός Πανός γεμάτη ερείπια).
|
Ένας άλλος πωλούσε έναν αρπαγμένο γάιδαρο
για ένα πακέτο τσιγάρα. Κι, όμως, κανένας δεν αγόραζε τίποτα.
Οι
Γερμανοί φαίνεται πως έμαθαν γιατί δεν αγόραζε ο κόσμος, άρχισαν να διαδίδουν
ότι όσα είδη τρόφιμα κ.λ.π. τους περισσέψουν και δεν τα πουλήσουν θα τα κάψουν.
Και μάλιστα έκαψαν δοκιμαστικά μερικά είδη στην πλατεία ταχυδρομείου έτσι για
να δει ο κόσμος. Μα κι αυτά δεν στάθηκαν ικανά να μεταπείσουν τους Λαρισινούς
ν’ αγοράσουν. Κανένας Λαρισινός, έξω από τους προδότες και τους συνεργασθέντες
δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι αυτοί οι μόνοι οι Γερμανοί λεηλάτησαν την Λάρισα.
Οι
εγωιστές Γερμανοί έπαιρναν περιφρονητική απάντηση από τον Λαό της Λάρισας.
Κανένας
δεν πήγε ν’ αγοράσει τα πλιάτσικα. Κι οι περήφανοι Γερμανοί έκαναν ό,τι
χρειάζονταν. Τα παράτησαν εδώ κι έφυγαν κυνηγημένοι προσπαθώντας να σώσουν τα
κεφάλια τους».
Αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά
αντίστασης συνέβαλε να οικοδομήσει το ΕΑΜ. Γι’ αυτό και δεν θα σβήσει ποτέ
αυτός ο προβολέας που φέγγει την λεωφόρο του μέλλοντος που οδηγεί στην
κατάκτηση της κοινωνικής απελευθέρωσης
και στο σταμάτημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Δημήτρης
Α. Μπάρμπας.
Δημοσιεύτηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις
24.10.2014
[1] Η
αναφορά στην ΕΑΜικά αντίσταση, έχει σχέση με τον μοναδικό – ειδικά στην
Θεσσαλία – αντιστασιακό φορέα, που είχε παλλαϊκή έκφραση, μαζική πανλαϊκή
οργάνωση, διαρκή παρουσία και ήταν εκφραστής της μοναδικής αντιφασιστικής
κυβέρνησης στην κατεχόμενη Ελλάδα.
[2] Η
«ΑΛΗΘΕΙΑ» ήταν όργανο του ΕΑΜ Λάρισας.