![]() |
| Κύπριοι αιχμάλωτοι πολέμου. 12/09/1942 στο Ιταλικό στρατόπεδο Λάρισας |
Μια τέτοια
μέρα έζησαν οι αιχμάλωτοι πατριώτες μας στο ιταλικό στρατόπεδο που βρίσκονταν
στο αεροδρόμιο 83 χρόνια πριν
Παραθέτω
χωρίς καμία παρέμβαση, αυτούσια την αφήγηση ενός αιχμαλώτου, του Γ. Δεληκάρη[1],
όπως την βίωσε.
Ξημέρωνε Κυριακή 22 Δεκεμβρίου και στο θάλαμό μας μέσα είχαμε 10
νεκρούς. Τους μαζέψαμε με προσοχή και τους βάλαμε στη γωνιά του θαλάμου και ορκιστήκαμε
όλοι επάνω στο πτώμα τους εκδίκηση για τους αίτιους της καταστροφής αυτής και άθελά
μας σιγοτραγουδούσαμε «Μαύρη είν' η νύχτα στα βουνά κι’ ο Έλλην ξεσπαθώνει»[2],
τόσα σιγά για να μη μας ακούσουν οι Ιταλοί γιατί αλλοίμονό μας. Θα μας
σκότωναν όλους. Ζητούσαν αφορμή για να μας καθαρίσουν μια για πάντα. Άλλωστε μας
το είπανε. Εδώ που ήρθατε θα πεθάνετε όλοι. Ήθελαν να μας ξεπαστρέψουν για |να
φέρουν και άλλους γιατί έξω στο βουνό άρχισε να γίνεται αισθητή η λαϊκή αντίσταση.
Έτσι
λοιπόν σιγά πεθαίναμε, δίχως καμμιά ιατρική περίθαλψη και δίχως ρούχα για να
κοιμηθούμε. Κοιμόμασταν μέσ’ το νερό, πάνω σε άχυρα και από πάνω η σκεπή ήταν μισάνοιχτη,
κι’ όταν έβρεχε γέμιζε ο θάλαμος. Έτσι μας είχαν χειρότερα και από ζώα.
Μόλις
άνοιξε λοιπόν η πόρτο του θαλάμου και μπήκαν μέσα οι Ιταλοί μαζί με τον προδότη
Αντώνη άρχισαν με κλοτσιές και βουρδουλιές να μας χτυπούν σαν τα σκυλιά
λέγοντός μας «Μην τους κλαίτε παλιόσκυλα, γιατί και σεις θα πεθάνετε αύριο». Και
ο προδότης Αντώνης μπρος στο θέαμα αυτό γελούσε σαν τσακάλι.
|Μα τότε συνέβη κάτι το τρομερό, κάτι το αλλόκοτο. ένα !
γεροντάκι φώναζε με όλη τη δύναμη της φωνής του, «Που θα πάτε άτιμοι φασίστες όσους
και να σκοτώσετε από μας, θα μείνουν για να μας εκδικηθούν». Αυτό είπε ο γέρος και
άρχισε να βγάζει κάτι άναρθρες κραυγές. Ο γέρος τρελάθηκε. Τότε οι Ιταλοί σαν
τσακάλια χύμηξαν επάνω του και παίρνοντας μια μεγάλη πέτρα που είχαμε βάλλει πίσω
από την πόρτα του θαλάμου μας για στήριγμα, την έριξαν επάνω στο κεφάλι του, κι’
ο γέρος σωριάστηκε κάτω με τις γροθιές σφιγμένες, έτσι σα να εκδήλωνε όλο το μίσος
του γι’ αυτούς. Μετά από αυτά μας έβγαλαν στο κρύο και στη λάσπη και μας χτυπούσαν
γυμνούς μέχρις ότου πέσαμε κάτω αναίσθητοι.
Έτσι
μας άφησαν μέχρι το βράδυ δίχως νερά και φαΐ και δίχως ρούχα, γιατί δεν μας άφησαν
να τα πάρουμε. Όταν μας διέταξαν να μπούμε μέσα ημείς προσπαθήσαμε να μπούμ
ε με
δυσκολία και από την εξάντληση γι’ αυτά μας άρχισαν πάλι στις κλωτσιές αφήνοντας
άλλους 10 νεκρούς από τα βασανιστήρια και το κρύο.
Όλα όμως αυτά δεν μας λύγησαν το ηθικό μας κι’ ούτε μας έσπασαν τη
θέληση, αλλά αντίθετα μας ατσάλωσαν την ψυχή και μας έκαναν λαϊκούς αγωνιστές αντάξιους
ταυ αγώνα που καταβάλαμε και των προσδοκιών του λοού μας.[3]
[1] Δεληκάρης Γιώργος του Χαράλαμπου από τον Πειραιά.
[2] Αυτά ήταν κάποια από τα πρώτα τραγούδια που τραγουδούσαν
οι Αντιστασιακοί.
[3] «ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ»,
Όργανο του Παραρτήματος Θεσσαλίας, της Εθνικής Αλληλεγγύης Ελλάδας, αρ. φύλλου
34, 1945.11.25, σ.2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου