Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

 



Ενώ είναι γνωστό το πρώτο πρωτόκολλο συνθηκολόγησης που υπογράφτηκε στο Βοτονάσι, στις 6 μ.μ. της 20ής Απριλίου από τον υποστράτηγο Σέπ Ντίντριχ (Sepp Dietrich)[1], με τον διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), αντιστράτηγο Τσολάκογλου. Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για το δεύτερο πρωτόκολλο που συντάχθηκε στη Λάρισα.

Τη νύχτα της 20 προς 21 Απριλίου ο συνταγματάρχης Ανδρ. Μπαλοδήμος, διευ­θυντής του Γ' Γραφείου του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), στάλθηκε στη Λάρισα από τον Τσολάκογλου να παράσχει πληροφο­ρίες στο στρατηγείο του Λιστ[2]  για τις θέσεις των ελληνικών στρατευμάτων στο μέτωπο, ώστε να παρεμβληθούν τα γερμανικά στρατεύματα  ανάμεσα σε Έλληνες και Ιταλούς, όπως προβλεπόταν από την ανακωχή στο Βοτονάσι. Στην αποστολή αυτή, ο Μπαλοδήμος, συνοδεύονταν από τον Διοικητή της επίλεκτης Μονάδας των SS, Σεπ Ντίτριχ.

Όταν έφτασαν στη Λάρισα, αντί να ζητηθούν από τον απεσταλμένο αξιωματικό οι πληροφορίες που περιλάμβανε το πρώτο συμφωνητικό, του παρουσίασαν να υπογράψει ένα άλλο πρωτόκολλο, διαφορετικό από εκείνο που είχε υπογράψει ο Τσολάκογλου την προηγούμενη ημέ­ρα στο Βοτονάσι. Ο Μπαλοδήμος αρνήθηκε, καθώς δεν είχε τέτοια εξουσιοδότηση.

Στο αεροδρόμιο της Λάρισας πριν την αναχώρηση για Γιάννενα οι Γερμανοί

 από αριστερά ο Ντήτριχ, στη μέση ο Γκράιφεμπεργκ και δεξιά ο Λιστ. 

Μετά απ’ αυτό, στις 5 μ.μ. της 21ης Απριλίου πήγαν αεροπορικώς στα Γιάννινα ο επιτελάρχης του στρατάρχη Λιστ, αντιστράτηγος φον Γκράινμπεργκ[3], με τον υποστράτηγο Ντήτριχ και τον συντ/ρχη Μπαλοδήμο. Εκεί συναντήθηκαν με τον Τσολάκογλου και στη συζήτηση που ακολούθησε, παραβρέθηκαν και οι στρατηγοί Μπάκος, Βραχνός και Μάρκου, καθώς και οι συνταγματάρχες Γρηγορόπουλος και Μπαλής. 

Οι Γερμανοί παρουσίασαν   τροποποιημένο το αρχικό πρωτόκολλο, με τη δικαιολογία ότι στην Αθήνα ο βασι­λιάς και η κυβέρνησή του εξάγγειλαν «άμυνα μέχρις εσχάτων» και ότι υπήρχε πλέον ανάγκη να συναφθεί συμφωνία και με τους Ιταλούς. Ο Τσολάκογλου διαμαρτυρήθηκε, αλλά υπέγραψε, αφού δήλωσε ότι υποκύπτει «ως αιχμάλωτος άνευ ελευθέρας γνώμης».

Με το δεύτερο πρωτόκολλο χειροτερεύει κι άλλο η ελληνική θέση. Οι Έλληνες αξιωματι­κοί και οπλίτες θεωρούνται αιχμάλωτοι πολέμου, όλο το στρατιωτικό υλικό είναι λεία πολέμου των Γερμανών και αντί των παλαιών ελληνοαλβανικών συνόρων, που επρόκειτο να είναι το όριο της ελληνικής σύμπτυξης, προβλέπεται να υπάρξει άλλη γραμμή διαχωρισμού, ύστερα από συμφωνία με τους Ιταλούς.

Ο Λιστ διέταξε ταυτόχρονα μονάδες της σωματοφυλακής SS Αδόλφος Χίτλερ να προελάσουν προς Βορράν, μέχρι τα σύνορα της Αλβανίας, για να τα αποκλείσουν.

Κατόπιν, έγινε η επαναδιατύπωση των όρων.

Την 21η Απρίλη 1941 η ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Τσολάκογλου υπέγραψε τη συνθηκολόγηση.

Τόσο, όμως, ο Λιστ όσο και ο Ντίτριχ υπολόγιζαν χωρίς τον Χίτλερ που ανέτρεψε όλες τις συμφωνίες.

Ο λόγος ήταν πως ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας αποτύχει να κάνει από το 1941 αυτό που κατάφεραν οι γερμανοί μέσα σε μερικές ημέρες, εξοργίστηκε όταν έμαθε πως ο ελληνικός στρατός είχε συνθηκολογήσει αποκλειστικά στους Γερμανούς και απαίτησε την παράδοση των Ελλήνων και στις Ιταλικές ένοπλες δυνάμεις.

Ο Χίτλερ, ο οποίος χρειαζόταν την σύμπραξη των Ιταλών για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, αναγκάστηκε να ταπεινώσει τους ευνοούμενούς του, Λιστ και τον Ντίτριχ, και να ενδώσει στις απαιτήσεις του Ντούτσε. Έτσι η συνθηκολόγηση υπογράφτηκε εκ νέου, στο τρίτο πρωτόκολλο και τελεσίδικα, μεταξύ του Τσολάκογλου,  του Ιταλού στρατηγού Φερράρο, καθώς και του Στρατηγού Άλφρεντ Γιόντλ, στις 23 Απριλίου, στη Θεσσαλονίκη.

Τελικά ο δωσίλογος[4] αντιστράτηγος Τσολάκογλου υπέγραψε τρία[5] πρωτόκολλα παράδοσης και υποταγής με τη Βέρμαχτ  με την συναίνεση και άλλων ανώτατων αξιωματικών (Μπαλοδήμο, Μπάκο, Δεμέστιχα κ.ά.) με την πίεση και τις «ευλογίες» του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα[6]

 

ΤΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΟΥ ΛΙΣΤ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ

 

Το κτίριο του Αβραάμ Μουσών είχε τότε επιταχθεί και «φιλοξενούσε» τον Ανώτατο Διοικητή του 12ου Σώματος Στρατού, στρατάρχη Φον Λίστ (Wilhelm Siegmund Walther List). Εκεί προσήλθε, ο Ανδρ. Μπαλοδήμος - που συνοδευόταν από τον Σεπ Ντίντριχ (Sepp Dietrich) - να ενημερώσει για τα κρίσιμα σημεία της συνθηκολόγησης, τον Λιστ.


Η φωτογραφία ταυτοποιήθηκε μετά από πολύ προσεκτική παρατήρηση και έρευνα και δείχνει τις σκάλες που οδηγούν στην δυτική είσοδο του κτηρίου του Αβραάμ Μουσών Στο αυτοκίνητο κάθονται ο Διοικητής της επίλεκτης Μονάδας των SS, Σεπ Ντίτριχ με τον συντ/ρχη Μπαλοδήμο και ο αντσυνταγματάρχης Χατζαρούλας[7].

 Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην "Ελευθερία" της Λάρισας την Κυριακή 21 Απρίλη 2024

ΜΠΑΡΜΠΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

takis-mp@hotmail.com



[1] Ο Sepp Dietrich ήταν άνθρωπος της εμπιστοσύνης του ίδιου του Χίτλερ, αφού ήταν μέχρι πριν λίγο καιρό διοικητής της προσωπικής του σω­ματοφυλακής,

[2] Το στρατηγείο του Ανώτατου Διοικητή του 12ου Σώματος Στρατού, στρατάρχη Φον Λίστ (Wilhelm Siegmund Walther List), βρίσκονταν στο κτήριο του Αβραάμ Μουσών που σώζεται σήμερα, στην ΝΑ γωνία των οδών Παλαιστίνης και Φαρμακίδου.

[3] Γκράιφενμπεργκ Χανς τον λέει ο Ρίχτερ (Heinz A. Richter) στο βιβλίο του Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, εκδ. Γκοβόστη, 1998, σελ.562. Ο Τσολάκογλου στα Απονημονεύματά του, σελ.143, τον λέει Γκρέϊτζεμπεργκ

[4] Ο δωσιλογισμός του Γ. Τσολάκογλου δεν έγκειται μόνο στη διαδικασία της συνθηκολόγησης, αλλά και στην ανάληψη της πρώτης κατοχικής «πρωθυπουργίας».

[5] Τα τρία πρωτόκολλα ήταν: 20/4 Βοτονάσι, 22/4 Λάρισα-Ιωάννινα, 23/4 Θεσσαλονίκη.

[6] Ο μητροπολίτης Σπυρίδωνας ανταμείφθηκε για την «πατριωτική» του δράση το 1949, με την παμψηφεί εκλογή του στη θέση του Αρχιεπισκόπου για την δωσιλογική του επιβράβευση, ως προς τις πρωτοβουλίες για την συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, Επί πλέον, συμμετείχε στη στημένη δίκη-παρωδία για την καταδίκη των αντιστασιακών μητροπολιτών Χίου Ιωακείμ Στρουμπή επισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδας.

[7] Ο δεύτερος Έλληνας αξιωματικός είναι, μάλλον, ο Χατζαρούλας, γιατί στα Απομνημονεύματά του (σελ.144), ο Τσολάκογλου γράφει: Ο επιτελής μου αντισ/ρχης Χατζαρούλας, κοινή συμ­φωνία, είχε μεταβεί εις Λάρισαν, ίνα υπόδειξη τας κατεχομένας παρ' ημών και των Ιταλών γραμμάς και τους γνωστούς μας Σταθμούς Διοικήσεων των Ιταλών, επί τώ σκοπώ να αποσταλούν γερμανικά αεροπλάνα διά να ειδοποιήσουν τους Ιταλούς προς κατάπαυσιν του πυ­ρός.

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Μια μέρα πριν την κατάληψη της Λάρισας από το Γ΄ Ράιχ, από Γερμανική πηγή.




Η Λάρισα τη Μεγάλη Βδομάδα - πριν 83 χρόνια - ζει τραγικές στιγμές και πληρώνει την προδοσία των πεμπτοφαλαγγιτών στρατηγών.

Οι συναγερμοί αρχίζουν απ’ τη Κυριακή των Βαΐων και συνεχίζονται όλη τη βδομάδα. Είναι και για τους Λαρισινούς η πραγματική «βδομάδα των παθών». Την Τρίτη γίνεται μια τρομοκρατική γερμανική αεροπορική επιδρομή εναντίον των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου και της πόλης μας.

Οι κάτοικοι ζουν ώρες φρίκης. Οι δρόμοι σκεπάζονται από τα χαλάσματα και τα σπίτια σωριάζονται σε ερείπια. Οι Λαρισινοί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής δεν μένει ψυχή στη Λάρισα. Ο σεισμός της 1ης Μάρτη του 1941, που συμπληρώθηκε από τον θρασύδειλο ιταλικό βομβαρδισμό της επομένης του σεισμού, έρχεται να συμπληρωθεί και με τον Γερμανικό βομβαρδισμό της 15ης ως την 18ης Απρίλη, ολοκληρώνοντας έτσι τον πρώτο κύκλο γνωριμίας(!) με τον «ανώτερο πολιτισμό της αρίας φυλής», που γέμισε τα νεκροταφεία της Λάρισας με αθώους πολίτες.

Προηγήθηκε η περίφημη «μάχη των Τεμπών», όπου συγκρούσθηκαν οι δυνάμεις της Βέρμαχτ με τους Αυστραλούς και τούς Νεοζηλανδούς (ΑΝΖAC). Οι μάχες στο φαράγγι του Πηνειού ήταν πολύ σκληρές. Οι μονάδες των Γερμανών  καθηλώθηκαν στην είσοδο της χαράδρας από τα πυρά των Νε­οζηλανδών και των Αυστραλών…

 

Την περιγραφή για την προέλαση των στρατευμάτων προς τη Λάρισα, την διάβαση της κοιλάδας των Τεμπών και τ’ αναρίθμητα κυριευμένα αγγλικά λάφυρα, μας τα παρουσιάζει από τη δική της πλευρά, η Γερμανική στρατιωτική εφημερίδα «Φρουρός της Νοτιοανατολικής Ευρώπης».

Μετά δύο ήμερών πο­ρεία, πλήρη μαχών, κατά την οποίαν έπρεπε να υπερνικηθούν μεγάλες εδαφικές δυσχέρειες και ν’ ανατραπεί ένας εχθρός επίμονος, τα γερμανικά στρα­τεύματα, αποτελούμενα από αλπινιστικά τμήματα, από άρματα μάχης και από τμήματα ακροβολιστών, τα οποία είχαν προχωρήσει μέσα από την κοιλάδα των Τεμπών, εισήλθαν στη Λά­ρισα, η οποία είχε προη­γουμένως εκκενωθεί και τε­λείως καταστραφεί. Οι λίγοι κάτοικοι που είχαν απομείνει, εξήλθαν από τα υπόγεια με τα πρόσωπα ωχρά, στα οποία ο τρό­μος είχε αφήσει βαθύτατα ίχνη και ευχαριστημένοι, διότι με την είσοδον των Γερμανών, ετελείωσεν η περίοδος των παθών των[1].

Η προέλαση προς τη Λάρισα

Ορμώμενοι από ένα σημείο οι μηχανοκίνητες φά­λαγγες, προήλασαν κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, επειδή οι δρόμοι είχαν καταστεί αδιάβατοι, και έτσι η είσοδος των Τεμπών είχε κυριευθεί. Το ορμητικό ποτάμι Πηνειό, πλάτους 100 μέτρων, μόνον εξ ενός σημείου ήταν δυνα­τόν να διαβεί κανείς.

 Γι’ αυτό ο διάπλους με ένα μόνον πλοιάριο, και με φόρτωμα και ξεφόρτωμα, απέτισε αρκετό χρονικό διάστημα.

Εξ αυτού εξηγείται και η δυσάρεστη επιβράδυνση για την προώθηση των Γερμανών. Έπρεπε να υπερνικήσουμε το φαράγγι για να φθάσουμε στη Λάρισα και να την υπερνικήσουμε γρήγορα, αν θέλαμε να είμεθα οι πρώτοι, διότι τα άλλα μαχητικά τμήματα, που προήλαυναν επί της οδού από Βορρά είχαν ήδη υπερνικήσει τις μεγαλύτερες εδαφικές δυσχέρειες και επομένως δεν έπρεπε να χασομερήσουμε.

 

Το πέρασμα των Τεμπών|

Υπό κανονικός συνθήκες το πέρασμα της κοιλάδας των Τεμπών είναι κάτι το αλησμόνητο από απόψεως ομορφιάς. Η δασω­μένες πλαγιές, που στην αρχή είναι ανοικτές. όλο και στενεύουν περισσότερο, η δενδροφυτεία όλο και χάνεται και στο τέλος δεν απομένουν παρά γυμνοί κά­θετοι βράχοι, που ορθώνονται μέχρις ύψους σχεδόν χιλίων μέτρων. Από πλα­γινές κοιλάδες μπορεί να δει κανείς τον κόσμο των παράξενων σχηματισμών του όγκου του Ολύμπου προς Βορρά και του συγκροτήματος της Όσσας προς Νότο. Κώνοι, που ανεβαίνουν σαν κάστρα, βράχοι μυτεροί και βουνά σαν τραπέζια, φαίνονται παντού. Στη μέση της Κοι­λάδας των Τεμπών, που έ­χει μήκος, ως έγγιστα εξ χιλιόμετρα, ο ποταμός γε­μίζει όλο το πλάτος της. Η σιδηροδρομική γραμμή αριστερά του ποταμού, κα­τασκευασμένη μέσα στους βράχους, περνάει από διά­φορες σήραγγες, που έχουν καταστεί αδιάβατοι από τους Αυστραλιανούς, τους οποίους αντιμετωπίζουμε εδώ. Στην άλλη όχθη, ο δρόμος ακολουθεί τις ανωμαλίες των μετατοπίσεων των πετρωμάτων.

Το φαράγγι αυτό προσφέ­ρει ιδεώδεις δυνατότητες υπερασπίσεως και ο εχθρός τις εκμεταλλεύεται. Με την βοήθεια του πυροβολικού προσπαθεί να μας αργοπορήσει εις το πέρασμα του ποταμού, γερμανικά όμως τμήματα ακροβολιστών και αλπινιστών ξεκαθαρίζουν τα υψώματα. Αλλά και εμείς είχαμε απώλειας.

Στο μικρό εξωκκλήσι[2], που το αιώνιο φως του έσβεσε, κάτω από μια προεξέχουσα βραχώδη σκέπη κοντά στην είσοδο της σήραγγας, βρήκαν τον θάνατον σαν στρατιώτες συνά­δελφοι από τους αλπινιστές[3].

Άρματα μάχης διαβαί­νουν τον ποταμόν

Τα άρματα μάχης χρειά­ζονται άλλον δρόμο. Πρέ­πει να ανευρεθεί ένα πέρα­σμα. Μερικά χιλιόμετρα προτού φθάσουμε στην προαναφερθείσα διάβαση, μπορούν να περάσουν τα άρματα. Πράγματι, τα τανκς περνούν τον ποταμόν και προχωρούν, αψηφούντα τας επιθέσεις του εχθρού. Τα άλλα γερμανι­κά μαχητικά τμήματα υποστηρίζουν των προώθηση των αρμάτων.

Σοβαρά αντίσταση συναν­τήσαμε 15 χιλιόμετρα προ της Λαρίσης, όπου ισχυρό πυροβολικό προσπάθησε ν’ ανακόψει των προέλασή μας.

Εν τούτοις την 19ην Απρι­λίου εξακολουθήσαμε την πορεία μας μέσα από ελώδεις περιοχές, που είχαν κατακλυσθεί από νερά, συνεπεία καταστροφής, των έργων απορροής[4]. Την ιδίαν ημέρα και όταν ο ήλιος φάνηκε πίσω από την Όσσα, είδαμε μπροστά μας την Λάρισα. Εις τον δρόμο ήσαν εγκαταλελειμμένα πυροβόλα, που ως χθες ακόμη έβαλαν εναντίον μας. Αυτή ήταν η τε­λευταία προσπάθεια του εχθρού να κάλυψη την υποχώρησή του. Στα χαντάκια είναι εγκαταλελειμμένα πε­ρισσότερα από 12 μικρά άρματα. Στους αγρούς έ­χουν επίσης εγκαταλειφθεί περί τα εκατό φορτηγά αυτοκίνητα με αντικείμενα αγγλικού εξοπλισμού, με πο­λεμικό υλικό, με πυρομαχικά και με πάσης φύσεως άλλες προμήθειες, αγγλικές κατασκηνώσεις[5].

Πριν από τη Λάρισα μία ολόκληρος πόλις από σκη­νές είχε ανεγερθεί, που ο εχθρός, οπισθοχωρώντας δεν ημπόρεσε να συναποκομίσει. Βουνά από άδεια κουτιά προδίδουν, ότι εδώ εκατοντάδες από στρατιώ­τες έμειναν επί αρκετές εβδομάδες. Και έπειτα μπήκανε στη Λάρισα, που έχει υποστεί φοβερές καταστροφές από Ιταλικές μπόμπες, από σεισμούς και από τα γερμανικά στούκας. Ούτε ένα σπίτι δεν έχει μείνει πια γερό. Οι δρόμοι Έχουν ανασκαφή από τις μπόμπες και τα μαγαζιά έχουν διανοιχτεί και λεηλατηθεί από τους οπισθοχωρούντας βρεττανούς. Μία πόλις τελείως ερημωμένη, μία νεκρή πό­λις. Το κροτάλισμα των ά­πειρων πελαργών, που έ­χουν τις φωλιές των απάνω σε δένδρα και σε στέ­γες, είναι ο μόνος κρότος που μας υποδέχεται. Σκη­νές και πάλι σκηνές σε πλατείες και σε κήπους και μέσα αμέτρητες ποσότητες πολεμικής λείας. Τεράστιες εγκαταστάσεις ειδών επιμε­λητείας βρίσκονται στο σταθμό και στην πόλη. Στα σπίτια, που απέμειναν γερά και σε κάθε διαθέσι­μο χώρο υπήρχαν αναγκαστικοί καταυλισμοί διά στρατιωτικούς. Αυτό δίδει μία ιδέα για την δύναμη των εχθρικών σχηματισμών, που είχαν σταλεί στην Λάρισα, για να σταματήσουν προ της πόλεως αυτής την προ­έλαση των Γερμανών. Και τώρα αναγκάστηκαν να τα αφήσουν όλα πίσω.

Επιγραφές: «Προς νότον» ή «προς Αθήνας» στέκουν σε πρόχειρες πινακίδες στους δρόμους, που οδηγούν προς νότον. Αυτό θα πει: Να σωθεί όποιος μπο­ρεί να σωθεί. Δε μπορούμε πλέον να μείνουμε. Οι Γερ­μανοί μας κυνηγούν κατά πόδας.[6]

 



[1] Τα έντονα γράμματα είναι δικοί μου τονισμοί, που επισημαίνουν τα στοιχεία μιας ειδησεογραφικής περιγραφικής «γλυκανάλατης» προπαγάνδας. Βέβαια, και εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει πολλά στοιχεία γεγονότων και να βγάλει αρκετά συμπεράσματα… Είναι άλλωστε γνωστό πως στη Λάρισα κατά την είσοδο των Γερμανών «κανένας από τους ελάχιστους  εναπομείναντες κατοίκους δεν ήθελε ν’ αντικρίσει τους βαρβάρους καταχτητές. Εξαίρεση αποτέλεσαν 3-4 αδιόρθωτοι χιτλερικοί - που αργότερα παρίσταναν τον «εθνικόφρονα» - προσέφεραν στον πρώτο Γερμανό μοτοσικλετιστή την  ανθοδέσμη της υποταγής».

[2] Το ξωκκλήσι είναι η Αγ. Παρασκευή που βρίσκεται στη μέση της Κοιλάδας των Τεμπών και κάτω από την έξοδο της μεγάλης παλιάς σύραγγας των σιδηροδρομικών γραμμών.

[3] Ακόμα και σε ένα τέτοιο προπαγανδιστικό κείμενο, οι απώλειες δεν μπορούν ν’ αποκρυφτούν  από τη μια, και από την άλλη «οι πεσόντες» - όχι τυχαία επίλεκτων μονάδων, εδώ αλπινιστές - χρησιμοποιούνται σαν στοιχείο ανώτερης συνεισφοράς και θυσίας, για τον «υπέρτατο σκοπό».

[4] Στο κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη «αποχετεύσεως». Πιστεύω πως οφείλεται σε λάθος στη μετάφραση και εννοούσε «απορροής» ή «αποστράγγισης».

[5] Εντυπωσιακή η περιγραφή της βιαστικής εγκατάλειψης της περιοχής και της Λάρισας από τους βρετανούς που άφησαν πολύ μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού και επιμελητείας προκειμένου να φύγουν για να σωθούν.

[6] Τμήμα αυτής της περιγραφής χρησιμοποίησε ο ιδιαίτερος γνώστης της ιστορίας της Βέρμαχτ Heinz A. Richter,, στο βιβλίο του  Η Ιταλο-Γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, εκδόσεις Γκοβόστη, 1998, σ.520.