Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΙΤΑΛΙΑ

 




Πέρασαν 80 χρόνια και οι πληγές του φασισμού θα θυμίζουν πάντα στην ιστορική μνήμη τις οδυνηρές στιγμές που έζησε η πόλη, γιατί οι σελίδες αυτές γράφτηκαν με αίμα Λαρισινών και όχι μόνο, μικρών και μεγάλων, γυναικών και ανδρών.

ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΟΛΕΜΟΣ.

Η κραυγή των λαών σαν μαρμαρυγή που λάμπει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Οι δολοφόνοι, που στο όνομα της αύξησης των κερδών, προσπαθούν να επεκταθούν σε νέες χώρες και περιοχές, για την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου, της επέκτασης των αγορών και γενικά της ανθρώπινης ύπαρξης.

Πρώτα θύματα πάντα οι αθώοι πολίτες. Χωρίς ηθικές αρχές και κανόνες «διεθνούς δικαίου», λέξεις διαποτισμένες με το βερμπαλισμό του ισχυρού.

Ενώ ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος βρίσκονταν στο αποκορύφωμα και διεξάγονταν στα βουνά της Πίνδου, που ήδη έπαιρνε σταδιακά αντιφασιστική νικηφόρα τροπή, αποκρούοντας την ιταλική επίθεση, τα ιταλικά επιτελεία επέλεγαν τρόπους για να καμφθεί το ηθικό του λαού.

Αυτό, γνώριζαν πως πετυχαίνεται με το χτύπημα ευαίσθητων ψυχολογικών στόχων, που δεν είναι στρατιωτικοί, όπως κατοικίες, αγορές, νοσοκομεία, σχολεία, ναούς κ.λ.π. Το βλέπουμε και στους σύγχρονους πολέμους με τις δήθεν «έξυπνες βόμβες» που χτυπούν συχνά τέτοιους στόχους, τάχα από αστοχία, εφευρίσκοντας και όρους,  όπως «παράπλευρες απώλειες» και όλα αυτά προκειμένου να δημιουργήσουν ρήγμα φόβου, τρόμου και αβεβαιότητας.

Αυτό συνέβηκε στις 21 Δεκέμβρη 1940 στη Λάρισα.

«Η κάποια συννεφιά που επικρατούσε την μαύρη εκείνη για τη Λάρισα και τους κατοίκους της ημέρα, επέτρεψε στους θρασύδειλους αεροπόρους του Μουσολίνι, να οδηγήσουν ανενόχλητα τα αεροπλάνα τους πάνω από την πόλη, κατά το μεσημέρι. Δεν είχαν γίνει αντιληπτά από τα παρατηρητήρια της Υπηρεσίας Αεροάμυνας και όταν τελικά έγινε αισθητή η παρουσία τους και άρχισαν να σημαίνουν συναγερμό οι σειρήνες, έπεφταν κιόλας, αν δεν είχαν πέσει οι πρώτες βόμβες και θέριζαν τα γυναικόπαιδα που έτυχε να βρίσκονται στους δρόμους της πόλεως, ή έτρεχαν να πάνε σε κάποιο καταφύγιο για να αποφύγουν τις θλιβερές συνέπειες. Ήταν όμως για όλους αργά, γιατί οι βόμβες έπεφταν αδιάκριτα στην πόλη, σκορπίζοντας, παντού το θάνατο και τραυματίζοντας πολλούς, πάρα πολλούς.

Η πρώτη βόμβα έπεσε στην οδό Τζαβέλλα και σκότωσε τη συμπολίτιδα Αριάδνη Βουτσιλά, που κείνη την ώρα γύριζε από την αγορά, όπου είχε πάει γιατί πλησίαζαν οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων. Η δεύτερη βόμβα δεν έπεσε και πολύ μακρυά. Έσκασε στην οδό Σκουφά κοντά στη διασταύρωσή της με την οδό Ταγματάρχου Βελησσαρίου και σκότωσε μια κοπέλλα, την εβραιοπούλα Νίνα Ζακάρ, 21 μόλις χρονών, που πήγαινε στο σπίτι ή το κατάστημα του αρραβωνιαστικού της, τα οποία βρίσκονταν στην οδό Σκουφά, το ένα απέναντι από του άλλου.

Η Τρίτη βόμβα έπεσε στην οδό Παπακυριαζή, κοντά στο σημερινό Ταχυδρομείο,[1] για να αφαιρέσει τη ζωή μιας μάνας της Ελένης Πασσιά και των τριών ανηλίκων κοριτσιών της, που ο σύζυγος και πατέρας τους πολεμούσε στα αλβανικά βουνά.

Στη συνέχεια οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν σαν βροχή στην Εθνική Τράπεζα, τη Στρατιωτική Λέσχη, την οδό Δήμητρας, την οδό Ολύμπου κλπ., κλπ. έγινε πραγματικό μακελειό, ο απολογισμός του οποίου ήταν 55 νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Από τους τελευταίους οι περισσότεροι έμειναν ανάπηροι για όλη τους τη ζωή.».[2]

Στην αφήγησή του Ο Γιώργος Ζιαζιάς μας δίνει πολλές λεπτομέρειες:

 «Με τα μάτια και προς τον ουρανό και προτού φθάσουμε στο κέντρο της πλα­τείας και ταυτόχρονα με τη λήξη των σειρήνων, είδαμε να ξεπροβάλλει από τα σύννεφα ένα σμήνος τεσσάρων Ιταλικών βομβαρδιστικών και συγχρόνως να σκάζουν γύρω μας βόμβες, τα αέρια των οποίων μας πέταξαν, εμένα μεν στο παρτέρι της πλατείας … χωρίς να μας πάρει ευτυχώς κανένα βλήμα από τις βόμβες, ούτε κανένα μεταλλικό φύλ­λο, που σε σχήμα λεπιών ψαριού, ήταν καλυμμένος ο τρούλος της λέσχης και που με τον βομβαρδισμό του τα φύλλα του, με την εκτίναξή τους, σκότωσαν και τραυμάτισαν τους περισσότερους της πλατείας περιπατητές και περαστικούς.

…Η πλατεία και οι γύρω δρόμοι της έμοιαζαν με πεδίο μάχης. Πτώματα μπρο­στά και πίσω μου, όπου ήταν τα παλιά Δικαστήρια, τούβλα, πέτρες, θραύσματα από τζάμια, εκατοντάδες φύλλα μολύβδου του βομβαρδισθέντος τρούλου του κτιρίου της Στρατιωτικής Λέσχης, που ήταν εκεί όπου και σήμερα, αλλά σε κτίριο νεοκλασικού ρυθμού με τρούλο, δεκάδες τραυματίες που με γοηρές κραυγές ζητούσαν βοήθεια, ουρλιαχτά και κλάματα από το μέρος της Εθνικής Τράπεζας, στο πεζοδρόμιο της οποίας υπήρχαν σκοτωμένοι και τραυματίες και απελπιστι­κές φωνές, «βοήθεια», «ωχ, ωχ μάννα μου» και βουγγητά από τη μεριά της Ιονι­κής τράπεζας (τότε Λαϊκής), έξω από το πεζοδρόμιο της οποίας είχαν τραυματι­στεί λούστροι και λουστράκια, που τότε με τα κασελάκια τους γυάλιζαν παπού­τσια και μέσα σ' αυτή τη κόλαση ν1 ακούς μια μάννα, στη γωνία των οδών Κούμα και Παπαναστασίου, ανασκουμπωμένη και με το «πιστιμάλλι», όπως βγήκε από την κουζίνα της, ν' αναζητεί το γιό της φωνάζοντας συνέχεια «Κώτσιο - Κώτσιο παιδί μ'», χωρίς να νοιάζεται για τίποτε άλλο!...[3]»

Ο τελικός απολογισμός ήταν πολύ βαρύς, έχοντας 61 νεκρούς αμάχους πολίτες και τραυ­ματίζοντας πάνω από 150. Αυτή ήταν και η πρώτη μεγάλη επαφή των Λαρισινών με τον φασισμό που θα τον γνωρίσουν «καλύτερα» τρεις μήνες αργότερα μαζί με τον ναζιστικό «ανώτερο Γερμανικό πολιτισμό»!

Αυτό όμως αντί να τους λυγίσει, θα τους πεισμώσει και σταδιακά θα γεννήσει την γιγάντια Αντιφασιστική Αντιστασιακή δράση των Λαρισινών μέσα από τις γραμμές κυρίως του ΕΑΜ και των οργανώσεών του.



[1] Γωνία Παπακυριαζή και Σκαρλάτου Σούτσου.

[2] «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» της Λάρισας, 21.12.1980.

[3] Ζιαζιάς Γιώργος, ΧΡΟΝΙΚΟ, Λάρισα, 1998, σ.24.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου