Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Εισήγηση στο 9o Συνέδριο Λαρισαϊκών Σπουδών (10 Δεκέμβρη 2016)





ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ
Άγνωστα και γνωστά γεφύρια,
 Μεταβυζαντινής περιόδου.
(Στο ΒΑ τμήμα του Ν. Λάρισας)
ή

ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗΣ

ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ

 ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Οι πέτρινες γέφυρες είναι τα μονόπετρα δαχτυλίδια αρραβώνα του ανθρώπου που «πέρασε» στα υγρά δάχτυλα της φύσης (ποτάμια και ρέματα), οριστικοποιώντας έτσι την αιώνια, αέναη σχέση του και την αειφόρα αγαστή συνύπαρξή του με το περιβάλλον.
Κάποια τοπικά παραμύθια του Κάτω Ολύμπου στην αφήγησή τους περιγράφουν
μ’ έναν μεταφυσικό τρόπο την αρμονία αυτής της σχέσης. Λένε, πως το «κενό» που άφησε η φύση με την έλλειψη περασμάτων στα ποτάμια και στα ρέματα, έγινε για να «προκαλέσει» την ανάταση της οξυδέρκειας και της δημιουργικότητας του ανθρώπου για να έρθουν πιο κοντά μεταξύ τους.
Η αξία και η σημασία της γέφυρας έγινε αντιληπτή από τα πρώτα βήματα εξέλιξης του ανθρώπινου είδους. Άρχισε να χρησιμοποιεί τις πρωτόγονες γέφυρες, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κορμοί δέντρων. Στο πέρασμα των χρόνων, από την ώρα που ο άνθρωπος άρχισε να αισθάνεται την ανάγκη να ξεπεράσει τα στενά όρια και τα φυσικά εμπόδια, οι γέφυρες - από έναν απλό κορμό που με το ρίξιμο του αποτελούσε πέρασμα του φυσικού εμποδίου - εξελίχτηκαν σε μεγάλης αξίας κατασκευές που εξαρτώνται από τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά: δηλαδή από την στιβαρότητα, την χρηστικότητα και την αισθητική τους.
Είναι άλλωστε γνωστό πως οι γέφυρες αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά έργα ενός οδικού δικτύου, τόσο από πλευράς τεχνικής δυσκολίας, όσο και οικονομικού κόστους.
Σ’ αυτές σημειολογικά φωτογραφίζονται όλα τα στοιχεία εξέλιξης μιας κοινωνίας, όπως το επίπεδο της τεχνολογίας, της τεχνογνωσίας, της αισθητικής.
Ακόμη δείχνουν και την επικρατούσα οικονομική ευημερία στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται συχνά ως προπαγανδιστικά σύμβολα.
Σταθμοί της τεχνολογικής προκαπιταλιστικής εξέλιξης της γεφυροποιίας ήταν οι περίοδοι άνθησης των πολιτισμών της Μεσοποταμίας, των Μυκηνών, των Ρωμαίων  και των Οθωμανών που παράλληλα υπήρξαν φορείς συσσώρευσης μεγάλου πλούτου και ευημερίας, αφήνοντας έντονο το δικό τους αποτύπωμα στην ιστορική διαδρομή.

Η οθωμανική περίοδος ζωντανεύει την περιοχή.

Στο το ΒΑ τμήμα της Θεσσαλίας που αναφέρεται η παρούσα εργασία, έντονη σφραγίδα έχει αφήσει η πρώιμη και μέση Οθωμανική περίοδος. Με την πρώτη διείσδυση των Οθωμανών στην Αν. Θεσσαλία[1] εγκαταστάθηκε ένας μεγάλος αριθμός νέων μουσουλμάνων κατοίκων, των γνωστών Γιουρούκων (Yörükler) Κονιάριδων[2] εμφανίζοντας μια δημογραφική και παραγωγική έκρηξη στην περιοχή, που για αρκετές δεκαετίες, ίσως και αιώνες ήταν σχεδόν ακατοίκητη[3]. Οι νέες παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν, διαμόρφωσαν και τις νέες παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις. Για την επικοινωνία αυτού του πληθυσμού προέκυψαν ανάγκες δημιουργίας ενός μεγάλου συγκοινωνιακού δικτύου. Έτσι έγιναν πολλά σημαντικά δημόσια και κοινωφελή έργα, όπως οι γέφυρες, μια και η γεωμορφολογία της περιοχής το απαιτούσε.
Το γεγονός αυτό το πιστοποιούν οι γέφυρες στον Πηνειό, όπως αυτή της Λάρισας, του Βερνεζιού (Εβρενός) και στο Ομόλιο, αλλά και πολλές άλλες που κατασκευάστηκαν σε μικρότερα ποτάμια και σε ρέματα στην ίδια περιοχή.

Οι τρεις μεγάλες γέφυρες του Πηνειού.

Στην ευρύτερη περιοχή του Κάτω Ολύμπου που συμπεριλαμβάνεται και το τμήμα του Πηνειού από την Λάρισα ως τις εκβολές, δημιουργήθηκε η ανάγκη κατασκευής τριών γεφυρών. Και οι τρεις είχαν ξεχωριστά τεχνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά που αποτύπωναν τις απαιτήσεις της εποχής τους.

Οι μικρότερες πέτρινες γέφυρες

Σ’ αυτήν την περιοχή εκτός από τις τρεις μεγάλες γέφυρες, υπήρχε ακόμα ένας  σημαντικός αριθμός μικρότερων γεφυριών - κάποιες στέκουν ακόμα όρθιες – που είχαν κατασκευασθεί για το πέρασμα μικρότερων ποταμιών και ρεμάτων.
Στο τμήμα αυτό της Θεσσαλίας ήδη υπήρχε ένα σύμπλεγμα δυναμικών[4] οικισμών όπως ο Τύρναβος, Καζακλάρ (Αμπελώνας), Μουσαλάρ(Ροδιά), το Δερελί (Γόννοι), η Ραψάνη, το Μπαμπά (Τέμπη), τα Αμπελάκια που έφταναν ως την θαλάσσια πύλη της Φτέρης (Τσάγεζι, Στόμιο), που συνδέονταν με κύριο και δευτερεύον οδικό δίκτυο.

Η πλευρά του δευτερεύοντος ειδικά οδικού δικτύου του Κάτω Ολύμπου τέμνεται από πολλά ρέματα, καθώς και η σύνδεση με το κύριο οδικό δίκτυο προϋποθέτει το πέρασμα του Πηνειού, γι’ αυτό εδώ συναντάμε έναν σημαντικό αριθμό μικρών και μεγάλων γεφυριών.
Στο σύνολο αυτού του οδικού δικτύου υπήρχαν περίπου είκοσι (20)[5] γέφυρες πέτρινες από τις οποίες σώζονται σήμερα οι δώδεκα (12) από τις οποίες δεν χρησιμοποιούνται οι τέσσερες (4)[6], λόγω χρήσης νέων οδικών δικτύων.
Αρχίζοντας από την πλευρά του Τυρνάβου με τις τρείς πετρογέφυρες που συνέβαλαν την ανάγκη περάσματος, από αντίστοιχες διακλαδώσεις, της πηγής Μάτι που τα νερά της χύνονται στον Τιταρίσιο και από ‘κεινον καταλήγουν στον Πηνειό.
Η πρώτη γέφυρα του Καμπίλ Αγά βρίσκονταν κοντά στον Τύρναβο και ήταν τετράτοξη. Η δεύτερη στη θέση Γελιτζέλια και ήταν δίτοξη. Η τρίτη γέφυρα ονομάζονταν Γκρίμνια ή του Μουσαλάρ και ήταν πολύτοξη
 Ανατολικότερα προς το Karademirler > (σημ. εγκαταλειμμένος οικισμός) υπήρχε ένα ακόμα μονότοξο γεφύρι που ονομάζονταν του Λαδά.
Η πανέμορφη γέφυρα στο Ρουτζιούν - που εκπέμπει S.O.S. - όπως είναι σήμερα.
 Στην ίδια περιοχή, λίγο μετά την διασταύρωση για Ρουτζιούν > (σημ. εγκαταλειμμένος οικισμός), υπάρχει ακόμα και σήμερα μια πέτρινη παλιά μονότοξη γέφυρα που εκπέμπει S.O.S.
Από το Ρουτζιούν μέχρι πριν το Τουρκομιλέρ (Παλιοχώρι) υπάρχουν έξι (6) πέτρινα νεότερα γεφύρια[7].
Γέφυρα του ρέματος των Δύο Δέντρων, ανοιγμά τόξων 4 και 3 μέτρων αντίστοιχα, ύψος 5μ., μήκους 29μ. και πλάτους 3 μ., με δυο ανακουφιστικά ανοίγματα στη μέση. Έπεσε από την μεγάλη πλημύρα του 1946.
Στο Dereli[8] (σημ. Γόννους), στο ρέμα των «Δύο Δέντρων», δίπλα στον Άγ. Γεώργιο, υπήρχε δίτοξη γέφυρα και στην νοτιοδυτικό τμήμα του χωριού στο ίδιο ρέμα υπήρχε το μονότοξο γεφύρι, το Παλιογέφυρο[9]. Συνεχίζοντας με κατεύθυνση προς τα Τέμπη συναντάμε το γεφύρι στα Μνήματα ή του Μπόσιακα και το δεύτερο στο Μπεσίκ Τεπέ ή Καστρί.
Στη διαδρομή για τη Ραψάνη από το Δερελή, από τον ένα δρόμο βρίσκουμε τα πετρογέφυρα του Μαρόντα ή Λιάπη στο «Μέγα Λάκκο» που την κατασκευή της την περιγράφουμε λεπτομερώς παρακάτω. Παράλληλα στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν το γεφύρι της Αγ. Παρασκευής, τ’ς Μαριγώς, τ’ Ντόβα, της Σμίξης[10].
Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα κατασκευάστηκαν και άλλες πέτρινες γέφυρες σε όλα τα ρέματα, ενισχυμένες και με το τσιμεντένιο κατάστρωμα, στη νέα χάραξη αυτής της διαδρομής.

Το πέτρινο γεφύρι στο «Μέγα Λάκκο».

Σ’ αυτό θα σταθούμε περισσότερο γιατί καταφέραμε και βρήκαμε πάρα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία που συμπυκνώνουν πολλές γνώσεις και απαντάν σε πολλά ερωτήματα.
Βαδίζοντας, λοιπόν, στους ανεξιχνίαστους δρόμους της έρευνας για την περιοχή, αποκαλύφθηκαν μέσα από τα «εργολαβικά» συμβόλαια, ένας πλούτος στοιχείων για τις διαδικασίες κατασκευής πέτρινων και ξύλινων γεφυριών της περιόδου 1900-1910.
Τα διαθέσιμα αδημοσίευτα συμβόλαια που παρουσιάζουμε σήμερα της περιοχής του τέως Δήμου Ολύμπου - το πρώτο αφορά ένα πέτρινο γεφύρι και τα άλλα τέσσερες ξυλογέφυρες - μας εξοπλίζουν τη γνώση με πολλά στοιχεία, όπως για τις τοποθεσίες που βρίσκονταν, τις διαδικασίες ανάληψης κατασκευής που ακολουθούνταν, του φορέα κατασκευής, το δομικό υλικό, ποιοι παίρνουν μέρος στη δημοπρασία, τους μαστόρους, την διάρκεια κατασκευής, πόσο κοστίζει κ.ά. στοιχεία που μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος.
Το πρώτο «εργολαβικό» συμβόλαιο αναφέρεται στη πετρογέφυρα που συνδέει στο «Μέγα Λάκκο», το παλιό μονοπάτι που ξεκινούσε από τη Ραψάνη, ακολουθούσε νοτιοδυτική κατεύθυνση, περνούσε το ρέμα, ανηφόριζε δυτικά προς το Σελιό και συνέχιζε κατηφορικά για τους Γόννους. Ήταν ένας εμπορικός δρόμος που ακολουθούσαν οι μεταφορείς προϊόντων, οι κιρατζίδες[11], οι οποίοι συντόμευαν την διαδρομή τους για τον Τύρναβο, την Λάρισα ή το εξωτερικό.
Το πετρογέφυρο στο «Μέγα Λάκκο».
Το γεφύρι το συναντάμε και με το όνομα «Λιάπη ή Μαρόντα[12]», γιατί βρίσκονταν δίπλα στον ομώνυμο μύλο και κτήμα.
Στις 11 Ιούνη του 1900 διενήργησε μειοδοτικό διαγωνισμό ο Δήμαρχος Ολύμπου Ιωάννης Βλαχοστέργιος για την «κατασκευή της λιθίνης γεφύρας επί του ρεύματος «Μέγας Λάκκος» της κωμοπόλεως Ραψάνης, κειμένου επί της προς το χωρίον Δερελή  του Δήμου Γόννων αγούσης οδού …» και τελευταίος μειοδότης αναδείχτηκε ο Κωνσταντίνος Ν. Σωτηρόπουλος.
Δευτέρα 23 Οκτώβρη 1900 συντάσσεται το «εργολαβικόν» στο υποθηκοφυλακείο Ολύμπου ανάμεσα στον Ιωάννη Βλαχοστέργιο Δήμαρχο Ολύμπου, κάτοικο Ραψάνης, αφ’ ετέρου τον Κωνσταντίνο Ν. Σωτηρόπουλο, κτίστη, κάτοικο Δερελί.
Εντυπωσιακό στοιχείο σ’ αυτό το συμβόλαιο είναι η διαπίστωση πως στον μειοδοτικό διαγωνισμό που διενεργήθηκε η δημοπρασία καταχωρήθηκε στον τελευταίο μειοδότη «αντί δραχμών χιλίων τριακοσίων πεντήκοντα τεσσάρων (αριθ. 1354)», ποσό που αντιστοιχούσε σε έκπτωση 60% του αρχικού ποσού[13]. Η πολύ μεγάλη έκπτωση της εργολαβίας λογικά οδηγεί την σκέψη μας πως το έργο θα  υπολείπονταν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, δηλαδή θα ήταν μια πρόχειρη κατασκευή.  Κι όμως! Μέχρι σήμερα, 116 χρόνια από την κατασκευή της, η πετρογέφυρα στο «Μέγα Λάκκο» παραμένει όρθια και αποτελεί ένα κομψό στολίδι στην ευρύτερη περιοχή της Ραψάνης.
Ευχαριστώ και από αυτό το βήμα τον Ραψανιώτη Δημήτρη Πανταζή που η συμβολή του ήταν πολύτιμη και καθοριστική. Χωρίς την συμμετοχή του, ίσως, να μη υπήρχαν τα ανάλογα αποτελέσματα αυτής της παρουσίασης.
Έμεινα εντυπωσιασμένος από την κομψότητά της, την δομική πληρότητα, μα το σημαντικότερο δεν πίστευα στα μάτια μου πως τέτοιες κατασκευές μπορούσαν να γίνουν από τοπικούς μαστόρους.
Οι διαστάσεις της γέφυρας είναι: Ύψος τόξου 4,30μ., άνοιγμα τόξου 6,20μ., μήκος οδοστρώματος 13μ. και πλάτος οδοστρώματος 2,70μ.
Γνωρίζουμε πως οι πρωτομάστορες αυτού του κομψοτεχνήματος ήταν οι κτίστες Κωνσταντίνος Ν. Σωτηρόπουλος και Νικόλαος Θεοδώρου Σιόζιος, κάτοικοι Γόννων. Σίγουρα το συνεργείο θα συμπλήρωναν και άλλοι εργαζόμενοι που χρησιμοποιούνταν στην εξόρυξη, την λάξευση της πέτρας και σε όλες τις βοηθητικές δουλειές.
Οι πέτρες στο εξωτερικό τόξο είναι λαξευμένες περίτεχνα από τεχνίτες που ήξεραν να δουλεύουν άριστα την πέτρα.
Το δομικό υλικό πάρθηκε από ένα επιτόπιο νταμάρι (λατομείο) που είναι διακριτό και βρίσκεται δίπλα στη γέφυρα. Συνήθως για την μείωση του κόστους και της δυσκολίας μεταφοράς κ.λ.π. το δομικό υλικό παίρνονταν από το πλησιέστερο σημείο.
Διακρίνεται ακόμα εντειχισμένη πλάκα στη νότια πλευρά και στο πάνω ΝΑ μέρος του βάθρου που γράφει: «ΕΠΙ ΔΗΜΑΡΧΟΥ Ι. ΒΛΑΧΟΣΤΕΡΓΙΟΥ 1901».
Όπως προαναφέραμε, η γέφυρα βρίσκεται κοντά στη θέση του μύλου «Λιάπη» ή «Μαρόντα». Δίπλα της περνούσε «ο κάναλος» (το μυλαύλακο), που έρχονταν από 300μ. πιο πάνω που ήταν η «δέση» και αφού πρώτα περνούσε από τη θέση «Σταλαματιά». Εκεί υπήρχε ο «Μύλος του Σπετσιώτη[14]» που είχε «δυό μυλόπετρες, φτερωτή και κάναλο». Ο «κάναλος» έτεμνε το μονοπάτι (δημόσιο δρόμο) που οδηγούσε στη γέφυρα.
Σ’ αυτό το σημείο κατασκευάστηκε μια γεφυρούλα  που η τεχνική της νοερά «οδηγεί» κατευθείαν στις πρώτες Μυκηναϊκές γέφυρες που κατασκευάζονταν με ογκόλιθους Η τεχνολογία των αρχαίων ελληνικών γεφυριών βασίζονταν στις εκφορικά διατεταγμένες οριζόντιες στρώσεις πέτρας κατάλληλα τοποθετημένης[15].
Εδώ έχουμε μια αντίστοιχη τεχνοτροπία μικρότερων μεγεθών βέβαια, κατάλληλων για ένα μυλαύλακο που κατεβάζει μεγάλο όγκο νερού υπό πίεση. Η τεχνογνωσία μιας πρωτόγονης και στιβαρής κατασκευής, επιβεβαιώνεται από την αντοχή της μέσα στον χρόνο, αφού περνούσαν σημαντικά φορτία από πάνω της και παράλληλα δέχονταν μεγάλη πίεση από τις μεγάλες ποσότητες νερού ενός μυλαύλακου και παρ’ όλα αυτά  σώζεται μέχρι σήμερα, μετά από 114χρόνια[16].

ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ

  • Κατασκευή με εκφορικά διατεταγμένες οριζόντιες στρώσεις
Ξέρουμε πως τα ξύλινα γεφύρια είναι τα πρώτα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος γιατί ήταν πιο εύκολη η κατασκευή τους, πιο οικονομική και πιο πρόχειρη. Παράλληλα είχαν και αρκετά μειονεκτήματα όπως η φθορά του ξύλου, η αντοχή στην αντίσταση του νερού, ευάλωτο στην καύση .
Για την ίδια αυτή περίοδο «ανακαλύψαμε», στην «κατάδυσή» μας στα συμβολαιογραφικά αρχεία, δύο «εργολαβικά» συμβόλαια κατασκευής τεσσάρων ξύλινων γεφυριών.

Τα τέσσερα ξύλινα γεφύρια.
Δύο στην «Άνω και «Κάτω Σμίξη» της Ραψάνης
και δύο στο «Κεραμαργιό» του Πυργετού.

Απ’ αυτά, το πρώτο «εργολαβικό» συμβόλαιο[17] αναφέρεται στην κατασκευή και το κόστος «μιάς γεφύρας ξυλίνης, επί τη θέσει «Κάτω Σμίξης» της περιφερείας Ραψάνης του Δήμου Ολύμπου» που συντάχθηκε 21 Γενάρη 1902 στη Ραψάνη.
Η κατασκευή αφορούσε «… περί κατασκευής δύο ξύλινων γεφυρών εν ταις θέσεσι «Άνω Σμίξι και Κάτω Σμίξι» … αντί δραχμών εκατόν εννενήκοντα οκτώ και λεπτών ογδοήκοντα πέντε {αριθ.198: 85/00 δι’ εκατέραν …».[18]
Γνωρίζουμε από το συμβόλαιο πως οι κατασκευαστές των γεφυριών είναι ο Χρήστος Μπουζώνας & ο Ιωάννης Μπακόλας κτίστες κάτοικοι Δερελή, που αναδείχτηκαν πρώτοι  μειοδότες της δημοπρασίας.
---------
"Κάτω Σμίξη": με κάθετα βάθρα στήριξης που πάνω τους στεραιώνονταν οι ξύλινοι δοκοί.
Το άλλο εργολαβικό[19] αφορούσε την «κατασκευήν δύο ξυλίνων γεφυρών εν τοις χάνδαξι της θέσεως «Κεραμαργιό» της περιφερείας του χωρίου Πυργετού του Δήμου Ολύμπου … δι’ ών διέρχεται η δημοτική οδός». Αυτό συντάχθηκε στη Ραψάνη, 11 Σεπτέμβρη 1910.
Κατασκευαστές αυτών των γεφυριών ήταν ο Γεώργιος Εμμανουήλ Πετρωτός και ο  Νικολάος Νέμας «αμφότεροι γεωργοί και κάτοικοι Πυργετού» και η τελική προσφορά για το κόστος καταληχτικέ «δι’ αμφοτέρας τας γεφύρας δραχμάς//  εν όλω εξακοσίας (600)».
Οι τεχνίτες πέτρας
  Δυο λόγια για τους «τοπικούς» πετράδες μαστόρους. Οι περισσότεροι «τοπικοί» πελεκητές, κτίστες και γενικά τεχνίτες πέτρας κατάγονταν από τις περιοχές της Δ. Μακεδονίας και της Ηπείρου, που άρχισαν να εγκαθίστανται στην ευρύτερη περιοχή μετά το 1881 που ο μουσουλμανικός πληθυσμός φεύγει και οι οικογένειες αυτές ρίζωσαν και ζουν εδώ μέχρι σήμερα. Εκτός απ’ αυτούς τους έξι μαστόρους που βρίσκουμε στα συμβόλαια αυτά και γνωρίζουμε πως κατάγονται από τη Δυτική Μακεδονία (Ντουτσικό) και Ήπειρο[20] (Φούρκα), καταγράψαμε και άλλους τεχνίτες όπως τους Νικόλα Λάμπρου και Νικόλα Γιοβάνη[21], Αθανάσιος Δημ. Νίκου[22]
Στην έρευνά μας συναντήσαμε και τις τρεις τεχνοτροποίες κατασκευής γεφυριών.
Τέλος κλείνοντας θα πρέπει να επισημάνω, πως χρήσιμο, απαραίτητο και επείγον είναι η διάσωση και η πολύπλευρη αξιοποίηση αυτών των μνημείων τοπικής κληρονομιάς του λαϊκού πολιτισμού, που υπήρξε προϊόν της επιμειξίας των πολιτισμών, μπολιάσματος των τεχνών, της σύνθεσης των επιστημών, του αθροίσματος της γνώσης που λειτούργησε πολλαπλασιαστικά, παράγοντας ένα τεράστιο πολύπλευρο και πολύχρωμο έργο και μας έμεινε τελικά ως Διαθήκη Σοφίας.
ΜΠΑΡΜΠΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

[1] Η διείσδυση σημειώθηκε από Τούρκους νομάδες υπό την διοίκηση του Εβρενός – Μπέη και του Χαϊρεντίν πασά λίγο πριν από το έτος εγίρας 788(1386/87) και 1393/94 και 1395/96 και ο σουλτάνος Βαγιαζίτ ολοκλήρωσε την κατάκτηση όλης της Θεσσαλίας το 1423.
[2] Το όνομα το πήραν από τον τόπο καταγωγής τους, το Ικόνιο. Βλ. Α. Βακαλόπουλος, «Κάστρα», σ.65. Ο ίδιος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού Α΄, Θεσσαλονίκη, 1974, σ.277. Α.Savvides, «Tesalya», σ.421, Ν. Γεωργιάδης, «Θεσσαλία», σ.168,. David Urquhart, «Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830», Θ.Η. τ.26, σ.256. Ο M. Kiel υποστηρίζει πως το όνομα προέρχεται από το Koyuneri (Schaf-Züchter = αυτοί που εκτρέφουν πρόβατα), στην εργασία του «Türkische Thessalien, 163-165.
[3] Μια ένδειξη αυτής της κατάστασης ήταν η μεταφορά μετά το 1318 της έδρας της Μητρόπολης Λάρισας στα Τρίκαλα. Επί πλέον, Βυζαντινοί ή και προγενέστεροι συγγραφείς δεν αναφέρουν σχεδόν κανέναν κατοικημένο οικισμό αυτής της περιοχής, εκτός του Λυκοστομίου, που από πολλούς ιστορικούς υποστηρίζεται ως στρατιωτική εγκατάσταση (φρούριο ή φυλάκιο)  και αμφισβητείται ως οικισμός.
[4] Οι οικισμοί αυτοί, όπως ο Τύρναβος, η Ραψάνη, το Μπαμπά και τα Αμπελάκια, αποτέλεσαν σημαντικότατα οικονομικά κέντρα της περιοχής κυρίως, στη νηματουργία, νηματοβαφεία, υφαντουργία, μεταξουργία και πρωτοπόρα στο πέρασμα στις νέες παραγωγικές δυνάμεις μέσω της μανιφακτούρας, εμφανίζοντας έτσι και τις νέες παραγωγικές σχέσεις. Το Δερελί πέρα από την μεγάλη, αλλά κυρίως δυναμική παραγωγή προϊόντων (βαμπάκι, λάδι, ελιές, καπνά, σιμίτι, κ.λ.π.), υπήρξε και κατά την οθωμανική περίοδο το διοικητικό κέντρο της περιοχής. Το δε Τσάγεζι ήταν το επίνειο της Λάρισας και από την σκάλα της Φτέρης διακινούνταν πολλά εμπορεύματα που παράγονταν σ’ αυτή τη περιοχή.
[5] Οκτώ γέφυρες γκρεμίστηκαν και ήταν κοντά στον Τύρναβο (Καμπίλ Αγά), Μουσαλάρ (Γελιτζέλια, Γκρίμνια πολύτοξη), Γόννοι (δίτοξη Δύο Δένδρων, Παλιογέφυρο, Μπόσιακα), Ραψάνης (του 1081)
[6] Ρουτζιούν, Ραψάνη(Λιάπη, Μαριγώς, Αγ. Θεοδώρων).
[7] Τα γεφύρια αυτά είναι στο νέο οδικό δίκτυο: Ένα στο Ρουτζιουνιώτικο ρέμα και το άλλο σε ένα διπλανό μικρότερο. Στη στροφή μετά τους Κουφαλάδες άλλη πέτρινη μεγάλη γέφυρα και μια άλλη στη μέση της απόστασης Κουφαλάδες – Κιτσιλεριώτικο ρέμα. Στη συνέχεια στα Τσαΐρια και τέλος στο ρέμα της Σερίκ Αγιάς.
[8] Dereli =Ρεματιά, κοιλάδα, ποταμάκι
[9]Γκρεμίστηκε κατά την μεγάλη πλημύρα του 1968.
[10] Θανάσης Δουμακής, «Τα τοπωνύμια της Ραψάνης», Θ.Η. τ.66ος, 2014, σ.282. «Κατασκευάστηκε το 1910, όταν συνδέθηκε η Ραψάνη με τη σιδηροδρομική γραμμή».
[11] Θανάσης Δουμακής, ό.π.
[12] «Μαρόντας» ήταν το παρατσούκλι του Λιάπη, ιδιοκτήτη του μύλου που βρίσκονταν νότια, κοντά στη πετρογέφυρα.
[13] Αρχικό ποσό (3385 δραχ.)
[14] Μισθωτήριο Συμβόλαιο υπ αρ. 5182/26 Οκτωβρίου1909, όπου ο Κωνσταντίνος Ιωάννου Σπετσιώτης, υποδηματοποιός το νοικιάζει στον Στέργιο Δ. Σιόντα αντί 220 δραχ. Ετησίως.
[15] Ανάλογα με τη μορφή της διόδου τους τα παραδείγματα αυτά διακρίνονται σε:
·  τραπεζοειδή, με οριζόντια πλάκα να καλύπτει το κενό μεταξύ των αντωπών εκφορικών τοιχωμάτων και
·  τριγωνικά, με καμπύλες ή ευθύγραμμες πλευρές, οι οποίες είτε συναντώνται στην οξεία κορυφή σε κατακόρυφο αρμό, είτε κλειδώνονται με σφηνοειδές έμβολο.
Οι γέφυρες αυτής της κατηγορίας είναι επίσης ολιγάριθμες. Συναντώνται από τους προϊστορικούς μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους και αποτελούν φραγματοειδείς κατασκευές με μία στενή δίοδο παροχέτευσης στην κοίτη των χειμάρρων. Η πολυπληθέστερη ομάδα αυτού του είδους συναντάται στην Αργολίδα.
Στην περίπτωση της γεφύρωσης με εκφορικό θόλο, τόσο στην τραπεζοειδή εκδοχή, όσο και στην παραλλαγή της απλής συνάντησης των κεκλιμένων τοιχωμάτων, η στατική συμπεριφορά της κατασκευής είναι ανάλογη με εκείνη των γεφυρών από οριζόντιες πλακοδοκούς σε στύλους. Κάθετες θλιπτικές δυνάμεις, από τη μάζα του μνημείου αλλά και από την κυκλοφορία ανθρώπων και οχημάτων, εξασκούνται στα βάθρα στήριξης. Οι αλλεπάλληλες οριζόντιες στρώσεις τοποθετούνται σε συνεχή εξοχή, προς την πλευρά του ανοίγματος, με το κέντρο βάρους του υπερκείμενου λίθου να βρίσκεται επάνω από τον υποκείμενο, ώστε να αποσοβείται η μετακίνηση και η πτώση του. Η πάκτωση των εκφορικών λίθων (προβόλων) στους τοίχους των ακροβάθρων και το υπερκείμενο βάρος τους διασφαλίζουν από κάποια θραύση, αφού το κέντρο βάρος κάθε τοιχώματος έχει βαθμιαία μετατεθεί πέρα από το σημείο γένεσης της θόλου.
Σε αντίθεση με τη στατικότητα του εξεταζόμενου συστήματος γεφύρωσης, τα τριγωνικά εκφορικά ανοίγματα με κορυφαίο σφηνόλιθο παρουσιάζουν δυναμική όμοια με εκείνη του οργανικού κλειδωτού ημικυκλικού τόξου, αφού η πρωτόγονη αυτή κλείδα ασκεί πλάγιες ωθήσεις στους λίθους των εκφορικών στρώσεων.
[16] Όπως γράφει η «ΣΑΛΠΙΓΞ» 3-11-1902 με τίτλο: « ΟΔΟΣ ΜΠΑΜΠΑ – ΡΑΨΑΝΗΣ / Δραστηρίως προχωρούν αι εργασίαι της κατασκευής της οδού ταύτης. Εκατό εργάται εργάζονται και ήδη της από Πλατείας της κωμοπόλεως έφθασε μέχρι της προς την οδόν Δερελή Γεφύρας. Μία εκ των ωραιοτέρων οδών της Ελλάδος υπό έποψιν γραφικότητος των τοπείων δι’ ών διέρχεται και εκ των χρησιμωτέρων υπό έποψιν συγκοινωνίας…»
[17] Αριθ.1548  Εργολαβικόν δραχ. 198 & 85%.
[18] Απόφαση του Νομάρχη όπου γράφει πως εγκρίνει τα «…υποβληθέντα πρακτικά της μειοδοτικής δημοπρασίας της 9ης Δβρίου 1901».
[19] Αριθ.5637 Εργολαβικόν δραχ. 600.
[20] Ο Κων. Σωτηρόπουλος, ο Χρ. Μπουζώνας, ο Νικ. Σιόζιος,  Ιω. Μπακόλας προέρχονταν από το Δοτσικό (Γρεβενών). Ο Γεώργιος Εμμ. Πετρωτός κάτοικος Πυργετού, που κατέβηκε από τον Νεζερό (Καλλιπεύκη) όπου πρώτα εγκαταστάθηκε η οικογένεια, όταν ήρθαν από την Φούρκα (Ηπείρου), όπως ισχυρίζονται για την καταγωγή τους.
[21] «Δι’ ήν βεβαιούμεν οι υποφαινόμενοι κτίσται αλλοδαποί ότι ελάβαμεν σήμερον παρά του Αμέτ Οστά κατοίκου Δερελής δραχμάς πεντακοσίας είκοσι (520) διά την επισκευήν των Βακουφικών ενταύθα κτημάτων του Τζαμίου ήτοι του Χανίου και λοιπών κτημάτων,
Εν Δερελή τη Μαΐου 1899».
[22] Για την ανέγερση της εκκλησίας «η γέννηση της Θεοτόκου» στην Αιγάνη. [Εργολαβικόν 175/4 Οκτώβρη 1888]. Από την Μπέζιανι της επαρχίας Κολώνης (στο Γράμμο σημ. τμήμα Αλβανίας).

1 σχόλιο: